Χρηματιστήριο: Το παιχνίδι στην αγορά και οι 4 “λευκοί κύκνοι”

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Κάτι έχει αρχίζει να αλλάζει στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Τις τελευταίες ημέρες η συμπεριφορά της ελληνικής αγοράς είναι εντελώς διαφορετική και ξεκάθαρα φαίνεται πως πλέον κάτι… “κινείται” ύστερα από ένα μακρύ διάστημα συσσώρευσης και ταλαιπωρίας. Όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, από τον Μάιο μέχρι και πριν από λίγες μέρες, ο Γενικός Δείκτης κινούνταν μόνιμα σε ένα μικρό εύρος, από 550 μέχρι 650 μονάδες, με τη συναλλακτική υποτονικότητα να κυριαρχεί, εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων του κορωνοϊού στην οικονομία που διαμόρφωσαν αρνητική στάση προς τον μετοχικό κίνδυνο. Την εβδομάδα το Χ.Α. επέστρεψε πάνω από τις 660 μονάδες πραγματοποιώντας εβδομαδιαίο άλμα σχεδόν 90 μονάδων –πράγμα σπάνιο τον τελευταίο χρόνο– ενώ ο τζίρος έκανε… 100στάρια και γενικότερα κινήθηκε σε διπλάσια ή και τριπλάσια επίπεδα ημερησίως, σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων επτά μηνών. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς σημαντικό μέρος αυτού του ενισχυμένου ενδιαφέροντος στο Χ.Α. οφείλεται σε εγχώριους ιδιώτες επενδυτές. Φυσικά το μεγάλο στοίχημα είναι η αύξηση της θέσης και των ξένων χαρτοφυλακίων, κάτι που θα επιτευχθεί πιθανότατα όταν υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα στο μέτωπο της οικονομίας.

Τι είναι αυτό, ωστόσο, που “μεταμόρφωσε” προς το παρόν τουλάχιστον την ελληνική αγορά; Η απάντηση είναι οι τέσσερις θετικοί καταλύτες οι οποίοι και εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα: H νίκη Μπάιντεν, τα ενθαρρυντικά νέα από την Pfizer στο μέτωπο των εμβολίων, αναβάθμιση-έκπληξη από τη Moody’s και το ισχυρό μήνυμα που έστειλε η Κριστίν Λαγκάρντ στις αγορές. Όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, με τα παραπάνω δεδομένα, η στάση απέναντι στον μετοχικό κίνδυνο είναι πιθανό να βελτιωθεί στο επόμενο διάστημα, στον βαθμό που οι αβεβαιότητες αρχίζουν να λιγοστεύουν. Τόσο σε σχέση με την πορεία της πανδημίας και της επανεκκίνησης της οικονομίας όσο και σε σχέση με άλλους εξωγενείς παράγοντες που δεν έχουν αλλάξει, ιδιαίτερα ο γεωπολιτικός κίνδυνος στην Ανατ. Μεσόγειο.

Η ελληνική αγορά μάς έχει συνηθίσει το τελευταίο έτος να βλέπει τους καταλύτες να… περνούν και να μην την ακουμπούν, όπως π.χ. η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης το καλοκαίρι η οποία για το Χ.Α. ήταν σαν να μην έγινε παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τους μεγαλύτερους ωφελημένους των πόρων που θα διατεθούν.

Trade ανάκαμψης

Αυτήν τη φορά “αποφάσισε” να μας… αιφνιδιάσει. Η εξήγηση κρύβεται στο ότι το ρεύμα από τις διεθνείς αγορές είναι πολύ ισχυρό για να μην παρασύρει αυτήν τη φορά και το Χ.Α., ενώ φαίνεται πως οι επενδυτές έχουν αρχίσει σιγά σιγά και ποντάρουν στους μεγάλους κερδισμένους της ανάκαμψης που θα ακολουθήσει το επόμενο έτος, όταν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο θα είναι ευρέως διαθέσιμο.

Αξίζει να σημειώσουμε πως πολλοί επενδυτές επίσης είχαν αγοράσει ελληνικές μετοχές και ειδικά τράπεζες το 2019 οδηγώντας το Χ.Α. να σημειώσει τις υψηλότερες αποδόσεις διεθνώς και τον τραπεζικό δείκτη στο +100%,  βλέποντας ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2020 και το 2021. Σημειώνεται πως στα τέλη του 2019 η πλειονότητα των αναλυτών προέβλεπε πως η Ελλάδα θα σημειώσει φέτος την ισχυρότερη στην Ευρωζώνη. Λόγω της κρίσης CΟVID-19, αυτά τα “στοιχήματα” μεταφέρθηκαν για πολύ αργότερα, ωστόσο τα ενθαρρυντικά νέα από την Pfizer για τις προοπτικές της οικονομίας, έχουν αρχίσει και κάνουν κάποια χαρτοφυλάκια να επαναξιολογούν αυτό το trade της ανάκαμψης, βλέποντας πως το 2021 το τέλος της πανδημίας και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα δώσουν μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία.

Όπως, άλλωστε, τόνισε και η Capital Economics, οι χώρες της Ευρωζώνης και οι κλάδοι που χτυπήθηκαν το περισσότερο από τα lockdown θα είναι οι περισσότερο ωφελημένοι από το τέλος της πανδημίας. Τα ταξίδια, η φιλοξενία και η ψυχαγωγία θα “ξαναζωντανέψουν” και η δραστηριότητα στις χώρες του Νότου θα ενισχυθεί περισσότερο από ό,τι σε άλλες. Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η Credit Suisse επισημαίνοντας πως οι χώρες με την υψηλότερη έκθεση στον τουρισμό θα επηρεαστούν περισσότερο από τον έλεγχο της πανδημίας με ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και έτσι οι τράπεζες σε αυτές τις χώρες θα αποτελέσουν το καλύτερο επενδυτικό στοίχημα.

Καύσιμα από τη νίκη Μπάιντεν

Το Μπλε Κύμα και με απόλυτη πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, με ταυτόχρονο έλεγχο της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν ένα σενάριο που δεν “αγαπούσαν” ιδιαίτερα οι αγορές και ειδικά η Wall Street. H προεκλογική ατζέντα Μπάιντεν ήταν ξεκάθαρα υπέρ της αύξησης των φόρων και του αυστηρότερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Πλέον αυτή η ατζέντα είναι δύσκολο να υλοποιηθεί με ένα μοιρασμένο Κογκρέσο, και έτσι το πιθανότερο είναι πως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα προσπαθήσει να υιοθετήσει πιο… ρεαλιστικές πολιτικές ώστε ένα μπορεί και να τις περάσει. Όπως σημείωσαν χαρακτηριστικά αναλυτές, ο εφιάλτης του αυστηρότερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος και των φόρων έφυγε και πολλοί επενδυτές που ήταν risk-off λόγω αυτού θα αναγκαστούν να αυξήσουν το ρίσκο στα χαρτοφυλάκιά τους. Παράλληλα, η αβεβαιότητα που υπήρχε πριν από τις εκλογές έχει εξαλειφθεί.

Τα παραπάνω είναι μια εξέλιξη που έδωσε καύσιμα ανόδου στους αμερικανικούς δείκτες παρασύροντας μαζί τους και τις υπόλοιπες διεθνείς αγορές. Και σε αυτό το πάρτι συμμετέχει και το Χ.Α. το οποίο αποτελεί και μία από τις πιο έντονα σφυροκοπημένες και ταλαιπωρημένες αγορές διεθνώς φέτος και φυσικά ανήκει στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών, οι οποίες και αναμένεται να είναι από τις περισσότερο κερδισμένες. Όπως σημείωσε η Standard Chartered, το πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται μετά την εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν θα ωφελήσει τις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες θα δουν μεγάλα κεφάλαια να εισρέουν σε αυτές το προσεχές διάστημα. Όπως τόνισε, υπάρχει πολλή ρευστότητα στο περιθώριο και οι αναδυόμενες αγορές μπορούν να επωφεληθούν από αυτό το περιβάλλον.

“Εμβόλιο αισιοδοξίας”

Η νίκη Μπάιντεν ακολουθήθηκε την περασμένη εβδομάδα από έναν ακόμη πολύ ισχυρό καταλύτη. Η είδηση ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer είναι στο 90%, πυροδότησε ισχυρό ράλι στις διεθνείς αγορές καθώς προσέφερε την τονωτική ένεση που εδώ και καιρό χρειαζόταν η επενδυτική ψυχολογία ώστε να αρχίσει να βλέπει ένα φως στο τούνελ της κρίσης που έχει προκαλέσει η πανδημία. Οικονομολόγοι και αναλυτές βλέπουν πλέον πως το σενάριο ανάκαμψης σε σχήμα “V” της οικονομίας έχει επιστρέψει στο “τραπέζι”, μετά τις ζοφερές προοπτικές για το 2020, αλλά και τις αρχές του 2021, που είχαν δημιουργήσει τα lockdowns που επιβάλλουν όλο και περισσότερες κυβερνήσεις διεθνώς, ενώ η αβεβαιότητα πλέον περιορίζεται σημαντικά. Σε αυτό ο ράλι ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν το Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς κατέγραψε το ισχυρότερο ράλι των τελευταίων εννέα ετών, με άνοδο 11,5%.

Τα νέα αιφνιδίασαν τους επενδυτές και πυροδότησαν ένα ισχυρό κύμα τοποθετήσεων καθώς υλοποιήθηκε πολύ γρήγορα το καλύτερο σενάριο, το οποίο ούτε καν είχαν αποτιμήσει οι αγορές, ενισχύοντας στις προσδοκίες ότι θα μπει φρένο στην εξάπλωση της πανδημίας και θα δοθούν έτσι οι απαραίτητες ανάσες στην κοινωνία και την οικονομία, έστω και αν ο κίνδυνος απογοήτευσης… προσεχώς είναι υπαρκτός. Τα νέα από την Pfizer είναι ενθαρρυντικά γιατί δείχνουν πως η τεχνική για την καταπολέμηση του ιού μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, σημείωσε η Societe Generale, χαρακτηρίζοντας αυτή την εξέλιξη game changer για τις αγορές.

Αυτή η εξέλιξη οδήγησε πολλούς διεθνείς οίκους σε αλλαγή επενδυτικής στρατηγικής υπέρ των μετοχών. Η αυξημένη πιθανότητα ύπαρξης ενός εμβολίου σύντομα θα βοηθήσει στην άρση των περιοριστικών μέτρων και θα μειώσει την πιθανότητα περαιτέρω lockdowns το επόμενο έτος κάτι που αποτελεί ένα πολύ ενθαρρυντικό νέο για τις αγορές και την οικονομία, σημείωσε η Jefferies, η οποία και γύρισε σε θετική τη στάση της για τις διεθνείς μετοχές μετά τα νέα Pfizer. “Είναι καιρός να τοποθετηθούμε για την υπεραπόδοση των παγκόσμιων μετοχών σε σχέση με την παγκόσμια αγορά σταθερού εισοδήματος”, σημείωσε από την πλευρά της η Oxford Economics, προχωρώντας σε αναβάθμιση των παγκόσμιων μετοχών σε overweight για πρώτη φορά από το 2019, όταν και είχε προχωρήσει σε υποβάθμισή τους.

Κατά τις εκτιμήσεις και της Capital Economics, ένα εμβόλιο θα επιταχύνει την ανάκαμψη της οικονομίας, χωρίς ωστόσο να αλλάζει σημαντικά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές. Εάν τεθεί σε κυκλοφορία διεθνώς τους επόμενους μήνες, η κατανάλωση θα μπορούσε να επανέλθει γρήγορα στην κανονικότητα, έτσι η δραστηριότητα μπορεί να ανακάμψει στο β’ τρίμηνο του 2021, με την οικονομία να ανακάμπτει σε σχήμα “V”.

Ψήφος εμπιστοσύνης από τη Moody’s

Νικώντας όλες τις προβλέψεις η Moody’s αναβάθμισε την Ελλάδα σε Ba3, με σταθερές προοπτικές, από B1, και τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ευθυγραμμίζοντας τη βαθμολογία της με αυτή της S&P. H Moody’s διατηρούσε εδώ και καιρό την πιο “αυστηρή” αξιολόγηση για την χώρα μας μεταξύ των τεσσάρων οίκων, ενώ δεν είχε προχωρήσει σε καμία κίνηση από τον Μάρτιο του 2019. Σύμφωνα με τον οίκο, οι δύο καταλύτες-κλειδιά που οδήγησαν σε αυτήν την αναβάθμιση ήταν 1) η στήριξη από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν οδηγήσει σε βιώσιμη βελτίωση της ισχύος των θεσμών και 2) το γεγονός ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια είναι θετικές, καθώς η ελληνική οικονομία θα ωφεληθεί από τις συνεχείς προσπάθειες για βελτίωση του επενδυτικού κλίματος σε συνδυασμό με τις εισροές των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αυτό αποτελεί ένα πολύ ισχυρό μήνυμα για την Ελλάδα αλλά και το Χ.Α., καθώς αν και ο οίκος ευθυγραμμίσθηκε με την S&P και δεν έδωσε κάποια βαθμολογία στη χώρα μας που ήταν υψηλότερη από αυτές που ήδη υπήρχαν, ωστόσο αποτελεί τη δεύτερη μόλις αναβάθμιση χώρας της Ευρωζώνης φέτος από οποιανδήποτε οίκο μετά την αναβάθμιση που είχε φέτος η Σλοβενία (Οκτώβριο). Τα “καλά νέα” είναι ότι, αντίθετα με άλλες χώρες, η Ελλάδα παραμένει σε τροχιά αναβάθμισης της αξιολόγησής της παρά την κρίση. Σύμφωνα μάλιστα με τη Citi αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις στο επόμενο διάστημα, με τη Fitch τον Ιανουάριο να ανεβάζει τις προοπτικές της χώρας μας και πάλι σε θετικές.

Το ισχυρό μήνυμα της Λαγκάρντ

Το ράλι των ελληνικών ομολόγων αποτελεί σίγουρα ένα σημαντικό σήμα για το Χ.Α. έστω και αν δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να το κεφαλαιοποιήσει.

Το έκτακτο πρόγραμμα πανδημίας, γνωστό ως PEPP, αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον μεγάλο “σύμμαχο” των ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους εννέα μήνες καθώς και της ελληνικής οικονομίας, καθώς σε συνδυασμό με το ισχυρό μήνυμα που στέλνουν στους επενδυτές τα υψηλά ταμειακά αποθέματα της χώρας, έχει οδηγήσει σε ισχυρή βουτιά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Το ελληνικό 10ετές έχει απόδοση μόλις 0,80% ενώ η Ελλάδα έχει μπει ήδη στο κλαμπ των χωρών που έχουν ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις, μετά την υποχώρηση υπό το μηδέν των 2ετών και 3ετών τίτλων.

Οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, κατά το ετήσιο συμπόσιο της ΕΚΤ την περασμένη Τέταρτη, δίνουν νέες θετικές προοπτικές για τα ελληνικά ομόλογα, την ελληνική οικονομία, αλλά και τον τραπεζικό κλάδο. “Η δουλειά της ΕΚΤ είναι να κρατά το κόστος δανεισμού των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων σε χαμηλά επίπεδα και να στηρίξει τον τραπεζικό κλάδο”, δήλωσε χαρακτηριστικά. “Το PEPP και τα TLTROs έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους στο τρέχον περιβάλλον και μπορούν να προσαρμοστούν δυναμικά ώστε να αντιδράσουν στις εξελίξεις από το μέτωπο της πανδημίας”, τόνισε η Λαγκάρντ, ενώ υπογράμμισε τη σημασία αυτή η στήριξη να έχει διάρκεια. Παράλληλα, διαμήνυσε πως, παρά τα ενθαρρυντικά νέα γύρω από το εμβόλιο, δεν αποκλείονται νέα κύματα της πανδημίας και νέα lockdowns.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε αύξηση κατά 400 έως 750 δισ. ευρώ του PEPP, ενώ θα επεκταθεί και χρονικά, έως τα τέλη του 2021 ή και τον Μάρτιο του 2022. Μία τέτοια εξέλιξη αποτελεί εξαιρετικό νέο για τα ελληνικά ομόλογα καθώς σημαίνει πως το δίχτυ ασφάλειας θα συνεχιστεί για μεγαλύτερο διάστημα. Ήδη η ΕΚΤ έχει αγοράσει έως τώρα ελληνικά ομόλογα ύψους 14 δισ. ευρώ περίπου, υπερκαλύπτοντας την εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (12 δισ. ευρώ), και αναμένεται έως τον Ιούνιο να αγοράσει συνολικά 23-24 δισ. ευρώ, καλύπτοντας έτσι και την εκδοτική δραστηριότητα του 2021 (περί τα 11 δισ. ευρώ). Σε περίπτωση που το PEPP αυξηθεί και επεκταθεί, υπάρχει δυνατότητα αγοράς από την ΕΚΤ 10 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα περαιτέρω (ανάλογο με την αύξηση), ενισχύοντας σημαντικά τις δυνατότητες χρηματοδότησης της χώρας και διαχείρισης χρέους, ενώ θα καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους έως την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (2023).