Εξήντα χρόνια από τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης – Συγκλονιστικές μαρτυρίες

Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τα γεγονότα του 1964 στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο και τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων τους.

Η ιστορικός του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) Μαρία Καζαντζίδου, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «το ’60 υπήρχε μια ανθελληνική κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη» και μια τακτική αποδυνάμωσης του ελληνορθόδοξου στοιχείου ωστόσο, όπως λέει, «ο ελληνικός πληθυσμός που έμενε στην Κωνσταντινούπολη βίωνε ήδη καταστάσεις μη φιλικές και καθόλου ειρηνικές από το ’30 οπότε υπογράφτηκε η σύμβαση φιλίας περί εμπορίας και το σύμφωνο ειρήνης και φιλίας μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας».

«Ήρθε αστυνομικός στο σπίτι και μας είπε: “εντός 48 ωρών πρέπει να εγκαταλείψετε”»

Συγκλονιστική μαρτυρία πληροφορητή με την ονομασία «Κωνσταντινούπολη 001» είναι καταγεγραμμένη στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) και αναφέρει:

«Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου, ο καιρός ήταν καλός […] βλέπαμε μακριά και ακούγαμε έναν θόρυβο […] όταν πλησίασε ο όχλος κοντά στη γειτονιά μας που μέναμε, καταλάβαμε ότι μπαίνουν στα ελληνικά τα σπίτια […] Η δε φλόγα που βλέπαμε από μακριά πέρα στον ουρανό, ήταν ότι καιγόταν ο Άγιος Κωνσταντίνος, η εκκλησία […] Και τότε αμπαρωθήκαμε […] μπήκαν στο σπίτι μας, σπάσαν την πόρτα, άρχισαν να σπάνε τον κάτω όροφο, τα πετούσαν έξω στο δρόμο. Ανεβήκαν στον επάνω όροφο, σπάσαν ένα δύο τρία δωμάτια, και στο τελευταίο το δικό μας άρχισαν να σπάνε και τότε βγήκαμε, εμφανιστήκαμε και ο πατέρας μου έδειξε την τουρκική ταυτότητά του […] σταματήσανε και γλιτώσαμε. […] Τα υπόλοιπα όλα δε ήτανε σπασμένα και πεταμένα από το παράθυρο στο δρόμο […] Και έτσι τελείωσε εκείνη η βραδιά, βέβαια από πίσω μετά που τελειώνανε ερχόταν ο στρατός […] Η επιχείρηση του πατέρα μου έγινε γης Μαδιάμ στον Γαλατά. […] εκείνη τη στιγμή λιποθύμησε ο πατέρας μου αλλά είχε έναν φίλο Τούρκο στρατιωτικό, – […] πήγε στο μαγαζί και του συμπαραστάθηκε».

Ο πληροφορητής «Κωνσταντινούπολη 002» στη δική του μαρτυρία που βρίσκεται στο αρχείο του ΙΑΠΕ. «Πάλι με το Κυπριακό. Βρήκαν, ανακάλυψαν έναν παμπάλαιο νόμο του ’34 ότι ναι μεν δίνουμε άδεια παραμονής στους Ελλαδίτες Χριστιανούς να ‘ρχονται και να φτιάχνουν εργασίες, δουλειές, βέβαια όχι όλα τα επαγγέλματα. Να ‘ρχονται και να κάνουν δουλειές στην Κωνσταντινούπολη, στην Τουρκία» λέει.

Παράλληλα αφηγείται: «Ξεκίνησαν στα μέσα του 1964. Τελευταίες απελάσεις έγιναν το ’65. Αλλά πλέον ήτανε πολύ επιλεκτικοί. Δεν διώχναν πλέον υπερήλικες. Ήταν κατά ομάδες. Ξεκινάγαν οι ομάδες, οι αρχικές από 80 άτομα και κάθε βδομάδα ανακοίνωση, κατάσταση. 80 άτομα. 80 άτομα. Μετά έγιναν πιο πολλές. 120 άτομα. Μετά έγιναν 180 άτομα. Κι ο πατέρας μου ήταν από τις πρώτες κατηγορίες! Να πω πως ήτανε και κάνας έχων και κατέχων! Είχε ένα παντοπωλείο, συνοικιακό, τίποτε το ιδιαίτερο […]. Ήρθε αστυνομικός στο σπίτι και μας είπε: ‘εντός 48 ωρών πρέπει να εγκαταλείψετε’».

απελαση

Τη δική του εμπειρία μεταφέρει μέσα από την προσωπική του συνέντευξη ο πληροφορητής «Τένεδος 004»: «4 Αυγούστου του 1964 με παίρνουν εμένα, τον πατέρα μου, 15 άτομα ήμασταν στην Κωνσταντινούπολη. Στο τμήμα αλλοδαπών. Και Ίμβριοι είχε καμιά πενηνταριά.. Λοιπόν.. Περνάμε από έλεγχο. Αξιωματικός Τούρκος: Τι περιουσία είχες στην Τένεδο κύριε; Εγώ δεν ήξερα τι έλεγα πια, απαπαπα, δεν ήξερα τι έλεγα. Λέγω, δεν είχα τίποτε. Με κοιτάει στα μάτια – αφού τα ξέρει αυτός, τα΄χει γραμμένα, τα ξέβρει – λέει πώς ζούσες; Λέω εγώ δούλευα, όπου έβρισκα μεροκάματο, τι να κάνω.. Θύμωσε αυτός. Κατάλαβε ότι εγώ του λέω ψέματα, βέβαια.. […] Μας παίρνουν στην κλούβα και μας πανε στο Τοπ Καπί. Φυλακή. […] να βγάλω τα παπούτσια μου, να βγάλω τις κάλτσες μου, να δεις τα πόδια μου, από κάτω. Πέρασα φαλάγγι. […] Όταν με φέραν εδώ στην Αθήνα, στο Σύνταγμα, με πήγαν στο νοσοκομείο, δεν μπορούσα να περπατήσω».

Η κατάσταση που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη

Περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη η κ. Καζαντζίδου σχολιάζει ότι «ακόμη και στους δρόμους της πόλης οι Ρωμιοί κυκλοφορούσαν με το φόβο να μην ακουστεί ότι μιλάνε ελληνικά, γιατί υπήρχε μια οδηγία που έλεγε ‘πολίτη μίλα τουρκικά’ και ο καθένας μπορούσε να τους κάνει παρατήρηση επειδή μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα».

«Ο μόνος τρόπος για να κοπούν οριστικά οι δεσμοί των Ρωμιών με την Κωνσταντινούπολη ήταν η απέλαση, η δίωξή τους με την αιτιολογία ότι ήταν ανεπιθύμητοι και επιζήμιοι. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι πάρα πολύ βαρύς ειδικά για τους Κωνσταντινουπολίτες, γιατί προσέφεραν πάρα πολλά στην οικονομία του τουρκικού κράτους.

Ο τρόπος, δε που έγιναν οι απελάσεις ήταν απαραράδεκτος καθώς υπήρξε και καταπάτηση όλων των ειδών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι άνθρωποι εκείνοι υπέγραφαν ένα έγγραφο που δεν επιτρεπόταν να το διαβάσουν και παραδέχονταν ότι είχαν διαπράξει οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε απέλαση: πορνεία, διπλοκατασκοπεία, εμπόριο ναρκωτικών, σωματεμπόριο, μαύρη αγορά, οτιδήποτε…» συμπληρώνει.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Be the first to comment on "Εξήντα χρόνια από τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης – Συγκλονιστικές μαρτυρίες"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*