Προθεσμία τρία χρόνια για να αφήσουμε πίσω μας την κρίση

Του Τάσου Δασόπουλου

Προθεσμία τριών ετών θα έχει το οικονομικό επιτελείο για να επαναφέρει την οικονομία στο σημείο όπου βρισκόταν προ της κρίσης του 2010, δημιουργώντας παράλληλα την υποδομή ώστε να αποφύγει μια άλλη ανάλογη κρίση, διατηρώντας θετικό ρυθμό ανάπτυξης, αυξάνοντας εισοδήματα και μειώνοντας ανεργία.

Με βάση μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η ορθή υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να εξασφαλίσει ανάπτυξη πάνω από 3% σε μέση ετήσια βάση μέχρι και το τέλος δεκαετίας. Ένα μέρος, όμως, της ανάπτυξης αυτής θα προέλθει από το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.

Από την άλλη, εκτός από τις θετικές προοπτικές για την Ελλάδα, έχουμε και αρνητικές ενδείξεις. Η Ε.Ε. και το ΔΝΤ επισημαίνουν τον κίνδυνο, λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης, η ανάπτυξη μετά το 2026, όταν πλέον ολοκληρωθεί η εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, να προσγειωθεί στο 1,3%. Αυτό, δε, αν όλα πάνε και δεν συνεχιστούν να έρχονται κρίσεις όπως αυτές που προκάλεσε ο κορονοϊός και στη συνέχεια η ενεργειακή, που αύξησε τις τιμές και στη συνέχεια τα επιτόκια και μείωσε ανάπτυξη και εισοδήματα.

Ένας επιβαρυντικός παράγοντας, ο οποίος δεν επιτρέπει καθυστερήσεις, είναι η κλιματική κρίση. Μέχρι πρότινος οι ζημιές που προκαλούσαν οι φυσικές καταστροφές θεωρούνταν έκτακτες. Ωστόσο από το 2021 μέχρι και το 2023 η απότομη αλλαγή των καιρικών συνθηκών έχει κοστίσει πάνω από 7 δισ. ευρώ. Έγινε δε οικονομικό μέγεθος υπολογίσιμο μετά την καταστροφή γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής από τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία.

Πριν, λοιπόν, η οικονομία χάσει μέρος της δυναμικής της λόγω της διακοπής των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα πρέπει να απαλλαγεί από πάγια προβλήματα που την έβαλαν στην κρίση που πέρασε την περίοδο 2010-2018. Θα πρέπει να κερδηθούν 3 στοιχήματα μέσα στις επόμενες 1.096 ημέρες.

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου

Το πρώτο βασικό στοίχημα για μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με ένα ΑΕΠ που θα στηρίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις εξαγωγές και λιγότερο στην ανάπτυξη. Ακόμα και σήμερα, παρά την πρόοδο που έχει υπάρξει, η Ελλάδα απέχει ακόμη αρκετά από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Τούτο με δεδομένο ότι ακόμα στην ανάλυσή του το ΑΕΠ προέρχεται σε ποσοστό 65% από τις δαπάνες κατανάλωσης.

Μια εικόνα της κατάστασης δίνει το ισοζύγιο πληρωμών της Τράπεζας της Ελλάδος. Μετά την εκτόξευσή του στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022 (20,1 δισ. ευρώ), λόγω κυρίως της ενεργειακής κρίσης, αναμένεται φέτος να περιοριστεί στο 6,7% του ΑΕΠ, που είναι από τα υψηλότερα ποσοστά εντός Ε.Ε., με προοπτική να μειωθεί στο 5,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025. Ακόμα και η μεγάλη αύξηση λόγω καυσίμων το 2022 δείχνει τη χαμηλή παραγωγική βάση της οικονομίας έπειτα από ένα διάστημα αποβιομηχάνισης μεγαλύτερο της δεκαετίας. Σε δεύτερη ανάγνωση, οι συναλλαγές της Ελλάδας με το εξωτερικό έχουν ένα έλλειμμα που στο 10μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, σύμφωνα με την ΤτΕ, έφτασε τα 6,1 δισ. Με άλλα λόγια, τόσο μειώθηκε το ΑΕΠ για να καλύψει η χώρα τις ανάγκες της. Η αλλαγή αυτής της επαχθούς σχέσης προϋποθέτει δύο πράγματα:

– Την αύξηση και τον εμπλουτισμό των επενδύσεων. Παρά την αύξησή τους κατά 90%, στα 32 δισ. ευρώ το 2023, από 19,6 δισ. τη χρονιά πριν από την κρίση, το 2019, οι επενδύσεις υπολείπονται έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τα 32 δισ. που θα έχουμε φέτος, τα οποία θα αυξηθούν στα 37,6 δισ. το 2024, δείχνουν μια αύξηση κατά 1% του ΑΕΠ τον χρόνο, από 15% του ΑΕΠ φέτος στο 16,1% του ΑΕΠ το 2025, ενώ στον μέσο όρο της Ε.Ε., σε μια κακή χρονιά, ο μέσος όρος επενδύσεων είναι στο 22,6% του ΑΕΠ. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα πρέπει οι επενδύσεις να έχουν φτάσει, αν όχι να ξεπεράσουν, τον μέσο όρο της Ε.Ε. Κρίσιμη για τον τομέα των επενδύσεων θα είναι η προσέλκυση τα επόμενα χρόνια των λεγόμενων παραγωγικών επενδύσεων (greenfield investments), δηλαδή των επενδύσεων που ξεκινούν από λευκό χαρτί και καταλήγουν σε μια εντελώς νέα παραγωγική μονάδα. Σήμερα οι επενδύσεις αυτής της κατηγορίας αντιπροσωπεύουν το 0,5% του συνόλου, τη στιγμή που οι επενδύσεις στα ακίνητα φτάνουν το 21%.

– Την περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών. Η αξία των αγαθών και υπηρεσιών έφτασε στο 10μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου στα 61 δισ. ευρώ, με τη βοήθεια και του τουρισμού, έχοντας αυξηθεί κατά 65% σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ, οι καθαρές εξαγωγές (αφού αφαιρεθούν οι εισαγωγές) εμφανίζονται “αρνητικές”. Τούτο διότι οι εισαγωγές διαμορφώνονται στα 81,2 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα. Συνεπώς, η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι μονόδρομος για τα επόμενα χρόνια. Θετική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η σημαντική άνοδος των εξαγωγών κατά 20% σε κλάδους όπως τα φάρμακα, τα χημικά, τα ηλεκτρονικά, που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Σε αυτό θα βοηθήσουν και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν υφιστάμενους κλάδους να προσαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες αλλά και για να δημιουργηθούν νέες μονάδες.

Η σύγκλιση των εισοδημάτων

Ένα δεύτερο στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσει η παρούσα αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις είναι η σύγκλιση των εισοδημάτων με τον μέσο όρο της Ε.Ε., τόσο σε ονομαστικό ύψος όσο και σε αγοραστική δύναμη.

Η αύξηση των εισοδημάτων παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας είναι βασικό συστατικό μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Οι μισθοί στην Ελλάδα αυξάνονταν έως το 2009 σε ρυθμό τριπλάσιο ή και τετραπλάσιο από την παραγωγικότητα της εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν το 2009, έναν χρόνο πριν η χώρα εισέλθει στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που έχει ζήσει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μισθοί να έχουν φτάσει σε ιστορικό υψηλό, λίγο κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα 32,3 χιλ. ευρώ. Μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (Ε.Ζ.-20), όπου ο μέσος μισθός ήταν στα 35,2 χιλ. ευρώ, η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.

Το 2000 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το οποίο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020, κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο), ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022 έφτασε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Η αύξηση των μισθών θα έρθει ως φυσική εξέλιξη της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου και της ολοκλήρωσης μεταρρυθμίσεων, οι οποίες μέχρι και το 2026 θα χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ο στόχος θα είναι αυτήν τη φορά τα εισοδήματα να επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα, αλλά με τον σωστό τρόπο: την παράλληλη αύξηση εισοδημάτων και παραγωγικότητας της οικονομίας.

Η μείωση του χρέους

Ένα τρίτο στοίχημα θα είναι η απώλεια της πρώτης θέσης στην κατάταξη του χρέους εντός της Ε.Ε. Η πολυετής κρίση, εκτός των άλλων δεινών, κληροδότησε στην ελληνική οικονομία το υψηλότερο αναλογικά δημόσιο χρέος εντός της Ε.Ε.

Ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος έφτασε το 2020 στο 204,6% του ΑΕΠ, λόγω των πρόσθετων δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και αναμένεται να μειωθεί στο 162,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 και στο 152% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024.

Ο υψηλός λόγος του χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι μια μόνιμη απειλή για τη σταθερότητα της οικονομίας, ειδικά σε περιόδους και διεθνούς κρίσης. Τρανή απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα μπήκε σε Μνημόνιο το 2010 με χρέος στο 118% του ΑΕΠ, ελάχιστα υψηλότερο από αυτό άλλων χωρών της Ε.Ε., και πιστοληπτική διαβάθμιση “Α”, τέσσερις βαθμίδες πάνω από τη σημερινή. Ακόμα, όμως, και σε περιόδους ομαλότητας, το ύψος του χρέους αποτιμάται στον λεγόμενο κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας και πληρώνεται με επιτόκια 1% – 1,5% από ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε.

Σήμερα, έπειτα από μια παρατεταμένη οικονομική κρίση, η Ελλάδα ανέκτησε την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα του “ΒΒΒ-” έπειτα από 13 χρόνια και το χρέος στο τέλος του χρόνου θα φτάσει το 162,3% του ΑΕΠ. Ωστόσο τα δεδομένα είναι πλέον διαφορετικά. Η Ελλάδα έχει λύσει το πρόβλημα με τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) και πλέον κινείται με στόχο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και δημοσιονομική πειθαρχία.

Ο πρώτος στόχος για την επόμενη τριετία είναι μια νέα αναβάθμιση της οικονομίας τουλάχιστον κατά μία βαθμίδα, στο “ΒΒΒ”, ή ακόμα καλύτερα στο “ΒΒΒ+”, ώστε να υπάρξει νέα σταθερή υποχώρηση στις αποδόσεις των ομολόγων.

Επίσης έχει τεθεί ως άτυπος ακόμη στόχος η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 140% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του 2027.

Τα τελευταία δύο χρόνια σημαντική ώθηση στην αποκλιμάκωση του χρέους έδωσε ο υψηλός πληθωρισμός, ειδικά του 2022, αλλά και του 2023.

Επίσης σχεδιάζεται μέσα στα επόμενα τρία χρόνια το “μαξιλάρι” των ταμειακών διαθεσίμων των 35 δισ. ευρώ να μειωθεί κατά 15 δισ. ευρώ, μειώνοντας το χρέος και ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο ποσό.

Ο ακόμα πιο μακροπρόθεσμος στόχος για το χρέος έρχεται το 2032, όταν θα αρχίσει να αποπληρώνει τα τοκοχρεολύσια των δανείων ύψους 230 δισ. ευρώ που έχει πάρει από το 2010 και μετά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον διάδοχο του, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).