Λωρίδα της Γάζας: Πιέσεων συνέχεια για κατάπαυση του πυρός σε Ισραήλ και Χαμάς

Ορισμένοι από τους πλέουν στενούς συμμάχους του Ισραήλ στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να ασκούν πιέσεις προκειμένου να υπάρξει κατάπαυση πυρός στον εν εξελίξει πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας. Στις τοποθετήσεις τους επιλέγουν να υπογραμμίσουν τις καταστροφικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό του παλαιστινιακού θύλακα καθώς, επίσης, και την ολοένα αυξανόμενη διεθνή ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι.

Η χρονική στιγμή συμπίπτει με τη σημερινή, νέα, επίσκεψη του υπουργού Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Λόιντ Όστιν, στο Ισραήλ ο οποίος αναμένεται με τη σειρά του να ασκήσει και ο ίδιος πίεση προς την ισραηλινή ηγεσία προκειμένου να αποφασίσει να τερματίσει τον πόλεμο και να επιλέξει μία διαφορετική στρατηγική για την αντιμετώπιση της Χαμάς που ΗΠΑ και ΕΕ χαρακτηρίζουν, επίσης, ως τρομοκρατική οργάνωση.

Η διαφορά ανάμεσα στους Ευρωπαίους συμμάχους και την Ουάσιγκτον είναι πως μπορεί και οι δύο πλευρές να έχουν εκφράσει επανειλημμένως τις ανησυχίες τους για τις εξωφρενικά υψηλές απώλειες αμάχων αλλά και για τον μαζικό εκτοπισμό του σχεδόν 90% του συνολικού πληθυσμού της Λωρίδας της Γάζας ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να προσφέρουν στο Ισραήλ ζωτικής σημασίας στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη στο Ισραήλ.

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου – και παλιός γνώριμος στη διεθνή κοινότητα καθώς υπήρξε πρωθυπουργός της χώρας – Ντέιβιντ Κάμερον συνυπέγραψε άρθρο με τη Γερμανίδα ομόλογό του, Αναλένα Μπέρμποκ με το οποίο καλούν σε κατάπαυση των εχθροπραξιών καθώς, όπως σημειώνουν, «υπερβολικά πολλοί άμαχοι έχουν σκοτωθεί» για να συμπληρώσουν ότι «η ισραηλινή κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει περισσότερα προκειμένου να διαχωρίζει επαρκώς τρομοκράτες και αμάχους, διασφαλίζοντας ότι η στρατιωτική της επιχείρηση στοχεύει (μόνο) κατά της ηγεσίας και των ενόπλων της Χαμάς».

Όπως επισημαίνουν, «το Ισραήλ δεν θα κερδίσει τον πόλεμο εάν με τις επιχειρήσεις του καταστρέφει την προοπτική της ειρηνικής συνύπαρξης με τον Παλαιστινιακό λαό» και προσθέτουν πως «η εκεχειρία θα πρέπει να λάβει χώρα το συντομότερο δυνατό» και να είναι «βιώσιμη».

Την ίδια στιγμή, από το Τελ Αβίβ, η υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Κατρίν Κολονά, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Ισραηλινό ομόλογό της, Έλι Κοέν, κάλεσε σε άμεση και βιώσιμη ανακωχή υπογραμμίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτραπεί «η απελευθέρωση των ομήρων, η πρόσβαση και η παράδοση περισσότερης ανθρωπιστικής βοήθειας» αλλά και «η αρχή μίας πολιτικής λύσης».

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει καλέσει ξανά και ξανά σε ανθρωπιστικές παύσεις ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα απείχε από τη σχετική ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που καλούσε σε άμεση κατάπαυση του πυρός. Από την πλευρά τους Γαλλία και Γερμανία υποστήριξαν το ψήφισμα στα Ηνωμένα Έθνη ενώ, ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, είχε τονίσει πως το Ισραήλ δεν μπορεί να πολεμήσει την τρομοκρατία σκοτώνοντας αμάχους.

Πέρα από την πίεση εκτός των ισραηλινών συνόρων, η ισραηλινή ηγεσία είναι αντιμέτωπη με την πίεση στο εσωτερικό της χώρας η οποία αναζωπυρώθηκε έπειτα από την ανακοίνωση – ομολογία των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων ότι σκότωσαν κατά λάθος τρεις ομήρους αναγνωρίζοντάς τους «λανθασμένα ως απειλή».

Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της χώρας, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ξεκαθαρίζει ότι η στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ θα συνεχίσει τονίζοντας πως «μόνο η διατήρηση της στρατιωτικής πίεσης θα επιτρέψει την απελευθέρωση όλων των ομήρων».

Μέχρι και σήμερα οι αεροπορικές επιδρομές και οι χερσαίες επιχειρήσεις του Ισραήλ έχουν ισοπεδώσει το μεγαλύτερο μέρος του βορρά της Λωρίδας της Γάζας οδηγώντας τον άμαχο πληθυσμό στο νότιο τμήμα ενώ, οι νεκροί ξεπερνούν πια τις 18.700.

Η ανθρωπιστική κατάσταση παραμένει δραματική. Χθες το Ισραήλ άνοιξε το συνοριακό πέρασμα του Κερέμ Σαλόμ ωστόσο, ο ΟΗΕ προειδοποιεί για τους κινδύνους που εγκυμονούν. Ο πληθυσμός στον παλαιστινιακό θύλακα έχει οδηγηθεί στο όριο της εξαθλίωσης με την πείνα και την απελπισία να απειλούν τη δημόσια τάξη. Και η διεθνής κοινότητα περιμένει ακόμη το τέλος του αιματοκυλίσματος.