Λιγότεροι φόροι στα ακίνητα για υψηλότερη ανάπτυξη

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών το πλεόνασμα στο δεκάμηνο είναι σχεδόν 3 δισεκατομμύρια υψηλότερο από τη δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα.

Η κυβέρνηση καμαρώνει για τα θηριώδη πλεονάσματα που προκύπτουν από την υπερφορολόγηση, την αθέτηση πληρωμών και το πετσόκομμα επενδύσεων, αλλά την ίδια ώρα χάνει τους αναπτυξιακούς στόχους και βλέπει τις επενδύσεις να μειώνονται αντί να καλπάζουν, όπως προέβλεπε ο κ. Τσακαλώτος.

Είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός συμφώνησε με τους δανειστές για ένα πρόγραμμα με υπερβολική δόση λιτότητας και αυτή την πολιτική δεν σκοπεύει να την αλλάξει. Το πλεόνασμα θα το διοχετεύσει στο εξωτερικό για την εξυπηρέτηση του δανεισμού και ό,τι περισσέψει θα το διαθέσει για επιδόματα μιας χρήσης που δεν θα λύσουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα.

Την προηγούμενη εβδομάδα το ΙΟΒΕ, με ειδική μελέτη για τη φορολογία ακινήτων, εκτίμησε ότι μόνο από την κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου που επιβάλλεται για περιουσία άνω των 200.000 ευρώ η οικονομία θα έβγαινε κερδισμένη κατά 0,7% του ΑΕΠ ενώ θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πάνω από 32.000 θέσεις εργασίας.

Οι μελετητές του ΙΟΒΕ προβλέπουν πως με την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και θα ενισχυθεί η κατανάλωση με αποτέλεσμα να τονωθεί το ΑΕΠ με περίπου 1,35 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2018 – 2022.

Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κόστος, που υπολογίζεται γύρω στα 382 εκατομμύρια ετησίως, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι εάν συνυπολογισθούν οι θετικές επιδράσεις στα έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές λόγω της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, η επίπτωση στον Προϋπολογισμό θα περιορισθεί μόλις στα 29 εκατομμύρια ευρώ. «Ψίχουλα» δηλαδή σε σχέση με το υπερπλεόνασμα των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Φέτος η ανάπτυξη δεν θα ξεπεράσει το 2%, θα μπορούσε όμως να είχε προσεγγίσει το 2,7% μόνο από την εφαρμογή ενός μέτρου, της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων.

Το ΙΟΒΕ προτείνει επίσης τη μείωση του ΦΠΑ στις νεόδμητες οικοδομές (με άδεια οικοδομής από 1ης/1/2006) από το 24% στο 13% (με διατήρηση του φόρου μεταβίβασης) ώστε να τονωθούν οι επενδύσεις.

Η κυβέρνηση προφανώς δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε τέτοιου είδους κινήσεις. Προτιμά μικροαλλαγές στον ΕΝΦΙΑ και όχι ουσιαστική ελάφρυνση στην ακίνητη περιουσία, ακόμη και φέτος πάνω από 1.000.000 ιδιοκτήτες πλήρωσαν αυξημένο ΕΝΦΙΑ.

Η Νέα Δημοκρατία όμως οφείλει να εξετάσει με προσοχή τη μελέτη του ΙΟΒΕ και να προχωρήσει σε ουσιαστικές μειώσεις στους φόρους ακινήτων. Εάν θέλουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν μπορεί η «λοκομοτίβα» της οικονομίας, όπως αποκαλούσαμε παλαιότερα την οικοδομή, να είναι δεσμευμένη από την υψηλή φορολογία και μάλιστα επί εικονικών, σε πολλές περιπτώσεις, αντικειμενικών αξιών.