Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του σώματος, η οποία διοχετεύει οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά σε ιστούς, όργανα και τον εγκέφαλο. Οι παθήσεις της αορτής αφορούν σε μη φυσιολογικές ανατομικές παραμέτρους, όπως η αυξημένη διάμετρος ή αλλιώς ανεύρυσμα, σε παρουσία σοβαρών αλλοιώσεων, όπως εκτεταμένη αθηρωμάτωση, και σε ιδιαίτερα οξείες καταστάσεις, όπως η ρήξη ή ο διαχωρισμός της αορτής.
Ανεύρυσμα
Ως ανεύρυσμα ορίζεται η παρουσία διάτασης της διαμέτρου της αορτής τουλάχιστον κατά 1,5 φορά από την προβλεπόμενη φυσιολογική. Μπορεί να εμφανίζονται σε οποιοδήποτε τμήμα της αορτής και σχετίζεται με ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, όπως ο διαχωρισμός ή η ρήξη της αορτής, καταστάσεις οι οποίες εμφανίζουν πολύ υψηλή θνητότητα και χρήζουν σε κάθε περίπτωση αντιμετώπιση σε υπερεπείγουσα φάση. Επομένως, η έγκαιρη διάγνωση, πριν την εμφάνιση των επιπλοκών, μπορεί να είναι σωτήρια για τον ασθενή και, σε αυτό το πλαίσιο, οι πιο σύγχρονες κατευθυντήριες οδηγίες προκρίνουν γενικό διαγνωστικό έλεγχο σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως υπερτασικοί ασθενείς, καπνιστές, παχύσαρκοι, καθώς και ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό παθήσεων της αορτής.
Οι επεμβάσεις για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων της αορτής συγκαταλέγονται ανάμεσα στις επεμβάσεις μείζονος σημασίας, με τη βαρύτητα ωστόσο να ποικίλει ανάλογα με τον εντοπισμό και τα χαρακτηριστικά της βλάβης. Ουσιαστικά, σκοπός των επεμβάσεων αυτών είναι η αντικατάσταση των σημείων της αορτής στα οποία εντοπίζεται η βλάβη, με τη χρήση κατάλληλων μοσχευμάτων. Οι επεμβάσεις αυτές απαιτούν σημαντική χειρουργική εμπειρία, αλλά και τη χρήση νέων μεθόδων, που παρουσιάζουν πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Ένα άλλο πεδίο, που αποτελεί ακόμα πρόκληση για κάθε χειρουργό, είναι η αποκατάσταση θωρακοκοιλιακών ανευρυσμάτων. Οι ενδοαγγειακές τεχνικές έχουν σίγουρα δώσει αξιόπιστες λύσεις για περιπτώσεις ασθενών που δεν είναι κατάλληλοι λόγω της γενικής κατάστασης υγείας για εκτεταμένες ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις. Παρ’ όλα αυτά, τα μακροχρόνια αποτελέσματα δεν είναι αντίστοιχα με αυτά της πλήρους αντικατάστασης της πάσχουσας αορτής, ενώ συχνά παρατηρούνται επιπλοκές, όπως η ενδοδιαφυγή, οι οποίες απαιτούν εκ νέου παρεμβάσεις. Με αυτή την οπτική, οι ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις διατηρούν ακόμα την κύρια αντιμετώπιση, με διαρκώς βελτιούμενα αποτελέσματα και, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να προκρίνονται σε ασθενείς με καλή γενική κατάσταση.
Οι περιπτώσεις των παθήσεων της αορτής αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια, γεγονός που σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού, τον τρόπο ζωής, αλλά και τη βελτίωση των διαγνωστικών τεχνικών.
Η χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεων της αορτής σχετίζεται με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, πρέπει να γίνεται χωρίς καθυστέρηση επί ενδείξεων και οι νέες μέθοδοι προσφέρουν δυνατότητες για περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας ζωής μετά την επέμβαση.