Έτοιμο το Χρηματιστήριο για νέες “κορυφές” – Το “January Effect” και η “καταιγίδα” αναβαθμίσεων των τραπεζών

Της Ελευθερίας Κούρταλη 

Έχοντας καταρρίψει τα υψηλά του 2023, που ήταν και η κορυφή εννέα ετών, το Χρηματιστήριο Αθηνών οδεύει στο να κατακτήσει νέα ρεκόρ.

Και για όσους “αγαπούν” τα στατιστικά και τις συγκρίσεις, έπειτα από την κατάκτηση της 2ης θέσης παγκοσμίως το 2023 μεταξύ των μεγαλύτερων διεθνών αγορών όσον αφορά την απόδοση του Γενικού Δείκτη (με κέρδη 39,1%) και την 4η θέση το 2022, ήδη τις πρώτες μέρες του 2024 κατατάσσεται στη 2η θέση, με κέρδη κοντά στο 5%, ακολουθώντας των τουρκικό δείκτη BIST 100 (+6%).

Τα παραπάνω ορόσημα αντικατοπτρίζουν τη θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας και τις γενικότερες ευνοϊκές προοπτικές της ελληνικής αγοράς, καθώς και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ελληνικές εισηγμένες εταιρείες. Το σημαντικό είναι πως η ρευστότητα διαχέεται σε πολλά μέρη του ταμπλό, με τον δείκτη της μεσαίας κεφαλαιοποίησης FTSE\ATHEX Mid Cap να “γράφει” ήδη νέα υψηλά 12ετίας, τη στιγμή που ο τραπεζικός δείκτης έχει αγγίξει υψηλά 6,5 ετών, έχοντας δηλαδή επιστρέψει στα επίπεδα του Ιουλίου του 2017.

Οι καταλύτες

Ο ισχυρός έως τώρα Ιανουάριος για το Χ.Α., ειδικά τη στιγμή που η επιφυλακτικότητα κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές, κάνοντας έτσι την Ελλάδα να ξεχωρίζει, αποτελεί ένα σημαντικό σήμα για την πορεία στο υπόλοιπο του έτους – εκτός, φυσικά, εάν υπάρξει κάποιο απρόοπτο ή σοκ. Όταν, βέβαια, το 1942 ο τραπεζίτης Sidney Wachtel μίλησε για πρώτη φορά για το “Φαινόμενο του Ιανουαρίου”, οι αγορές κινούνταν σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, με άλλες συνθήκες ρευστότητας και σίγουρα σε άλλα μεγέθη εταιρειών, όγκου συναλλαγών και μεταβλητότητας. Σύμφωνα, ωστόσο, με τον “ορισμό” του “January Effect”, εάν η αγορά “ανέβει” τον πρώτο μήνα του έτους, τότε όλη η υπόλοιπη χρονιά θα είναι bullish και, αν υποχωρήσει, τότε το υπόλοιπο έτος θα είναι bearish. Με λίγα λόγια, ο πρώτος μήνας του χρόνου, και ειδικά οι πρώτες συνεδριάσεις, τείνουν να υποδεικνύουν την τάση της χρονιάς.

Διεθνείς και εγχώριοι αναλυτές υπογραμμίζουν τις ισχυρές προοπτικές που έχει το 2024 το Χ.Α. και εκτιμούν πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συνεχιστούν οι πολύ καλές επιδόσεις του και πέραν του Ιανουαρίου και του παραδοσιακού “January Effect”, χάρη: 

α) Στην ισχυρότερη εγχώρια μακροοικονομική προοπτική, με την ελληνική οικονομία να αναμένεται να καταγράψει θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη στιγμή που πολλές χώρες είναι αντιμέτωπες με μηδενική ανάπτυξη ή και ήπια ύφεση.

β) Στην αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα που κατέκτησε η Ελλάδα και η οποία ανοίγει την πόρτα σε κεφάλαια ποιοτικών και μακροπρόθεσμων επενδυτών και θέτει τις βάσεις για την αναβάθμιση του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές.

γ) Στην επιστροφή στις διανομές μερισμάτων από τις τράπεζες (με στήριξη και από τη διαδικασία της πλήρους αποεπένδυσης του ΤΧΣ, η οποία και επιταχύνεται), οι οποίες άφησαν πλέον πίσω τους το ζήτημα των NPEs και σημειώνουν ρεκόρ κερδοφορίας.

δ) Στην ανθεκτική κερδοφορία των ελληνικών εισηγμένων, τη στιγμή που η χρήση 2023 ήδη αναμένεται να είναι μαζί με τη χρήση 2022 οι δύο καλύτερες της τελευταίας 15ετίας για τις εισηγμένες εταιρείες.

Η ιστορία του “January Effect” στο Χ.Α.

Το “Φαινόμενο του Ιανουαρίου” δεν συναντάται, φυσικά, πάντα στην ελληνική αγορά – όπως και στις διεθνείς. Έδωσε πάντως ισχυρό “παρών” το 2023, με τον Γενικό Δείκτη να εκτοξεύεται κατά 10% (αποτελώντας, έτσι, ίσως… οιωνό για το +39% που καταγράφηκε ολόκληρη τη χρονιά). Το 2022 ο Ιανουάριος ήταν μεν θετικός, αλλά τα κέρδη δεν ήταν τόσο ισχυρά και κινήθηκαν στο 4,9%. Το 2020 “της πανδημίας” και το 2021 “της ενεργειακής κρίσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία” ο πρώτος μήνας του έτους ήταν πτωτικός.

Κοιτάζοντας και λίγο την πρόσφατη “ιστορία”, το 2019 τα κέρδη του Γενικού Δείκτη ήταν σχετικά χαμηλά (3,5%), ωστόσο το 2018 έδωσε τον Ιανουάριο ισχυρό ράλι της τάξης του 9,5% με κύριο οδηγό τις τραπεζικές μετοχές, οι οποίες είχαν σφυροκοπηθεί έντονα από τα μέσα του 2017 και λόγω των ανησυχιών για την επάρκεια των κεφαλαίων τους.

Το διάστημα 2014-2017 ο πρώτος μήνας του έτους ήταν αρνητικός για τις ελληνικές μετοχές. Το 2017 ο Γενικός Δείκτης είχε χάσει τον πρώτο μήνα του έτους 5%, με την αγορά να βρίσκεται αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα μετά το ναυάγιο του Eurogroup και τις καθυστερήσεις στη β’ αξιολόγηση, ενώ το sell-off των ομολόγων είχε στείλει τις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών στο 8%. Το 2016 ο Ιανουάριος ήταν “καταστροφικός”, αφού το Χ.Α. έχασε 12,4%, με τον Γενικό Δείκτη από τις 631 μονάδες να πέφτει στις 552,83 μονάδες.

Το 2015 ήταν ακόμα μία χρονιά όπου ο Ιανουάριος “τρόμαξε” τους επενδυτές, με τον Γ.Δ. να υποχωρεί 12,6%, φτάνοντας στις 721,93 μονάδες, από τις 826,18 μονάδες. Αξίζει να σημειώσουμε πως στις 25 Ιανουαρίου εκείνου του έτους εξελέγη για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει πάει στις κάλπες με το σύνθημα του τέλους των Μνημονίων και της απόρριψης της συμφωνίας με την τρόικα.

Οι εκτιμήσεις για τη συνέχεια

Οι αψιμαχίες μεταξύ αγοραστών και πωλητών στις αρχές του νέου έτους επιβεβαίωσαν ότι οι 1.300 μονάδες αποτελούν ισχυρή στήριξη για τον Γενικό Δείκτη και η αμυντική θωράκιση είναι πλέον επαρκής, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Τζάνας, σύμβουλος διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ. Και, όπως προσθέτει, ήδη το σκηνικό αλλάζει, με τους επενδυτικούς οίκους μέσα από νέες εκθέσεις να προβάλλουν τον τραπεζικό κλάδο ως εκείνον που έχει τις προϋποθέσεις να οδηγήσει την ανοδική κίνηση του Χ.Α. το 2024.

Παράλληλα, για μεγάλο αριθμό εταιρειών οι προσδοκίες περαιτέρω βελτίωσης των μεγεθών τους είναι πιθανές: των εταιρειών που εκτελούν έργα που συνδέονται με τον ενεργειακό και τον ψηφιακό μετασχηματισμό ή άλλων υποδομών, των επιχειρήσεων με εξωστρέφεια, από τα πετρελαιοειδή και τα μεταλλουργικά προϊόντα μέχρι τα τρόφιμα, όσων ο κύκλος εργασιών συνδέεται με τον τουρισμό, αλλά και των εταιρειών με ειδικά χαρακτηριστικά (αξιοποίηση ακινήτων, εμπορικές, διαχείριση λιμένων και υδάτων κ.ο.κ.).

Με τα δεδομένα αυτά, όπως καταλήγει ο αναλυτής, ο Γενικός Δείκτης ξεπέρασε ήδη το τεχνικά σημαντικό επίπεδο των 1.323 μονάδων και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την υλοποίηση ενός αξιοσημείωτου “January Εffect” με στήριξη και από τον ενάρετο κύκλο που μπορεί να δρομολογήσει η ελληνική οικονομία, καταγράφοντας βελτιωμένες μακροοικονομικές επιδόσεις: στις επενδύσεις, στο ΑΕΠ, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, την ανεργία και άλλους δείκτες.

Όπως επισημαίνει από την πλευρά του και ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, τα στατιστικά θέλουν ένα “January Εffect” να παίρνει σάρκα και οστά στο Χ.Α. Η χρονιά ξεκίνησε με κέρδη, ενώ η ρευστότητα αρχίζει και διαχέεται και σε τίτλους της μικρομεσαίας κεφαλαιοποίησης, με την πρώτη εβδομάδα του έτους να δείχνει ήδη ότι αρκετά κεφάλαια τοποθετούνται σε τίτλους και εταιρείες οι οποίες υποαπέδωσαν την προηγούμενη χρονιά.

Το πολύ θετικό είναι ότι πλέον αυξάνονται οι επενδυτές που βλέπουν μεσοπρόθεσμα την αγορά, με τους traders να ακολουθούν, αυξάνοντας και τους όγκους συναλλαγών. Ο τραπεζικός κλάδος θα συνεχίσει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, μιας και έχει και το μεγαλύτερο μερίδιο στον τζίρο, ενώ φέτος θα μοιράσει μερίσματα στους μετόχους, κάτι που έχουμε να δούμε από την προηγούμενη 10ετία. “Ψάχνουμε να βρούμε τι θα μπορούσε να ανακόψει την ανοδική πορεία που έχει πάρει μεσοπρόθεσμα το Ελληνικό Χρηματιστήριο και δυσκολευόμαστε να βρούμε σοβαρές αιτίες”, καταλήγει ο αναλυτής.

“Με τον Γενικό Δείκτη στα πολυετή υψηλά του, είναι δύσκολο –αν όχι γραφικό– να υποστηρίξουμε το σενάριο της “αρκούδας””, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Πέτρος Στεριώτης, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Τεχνικών Αναλυτών (IFTA) και της βρετανικής Society of Technical Analysts.

Εν τω μεταξύ βρισκόμαστε ακόμη σε ημερολογιακά θετική περίοδο, με το “Φαινόμενο του Ιανουαρίου” να συμβαδίζει με το bull market. Η ίδια η πράξη θα δείξει αν το φαινόμενο θα έχει ισχύ φέτος ή αν θα επικρατήσει η θεωρία της “αποτελεσματικής αγοράς”, σύμφωνα με την οποία οι τιμές των περιουσιακών στοιχειών δεν είναι προβλέψιμες.

Το Χ.Α., πάντως, διαθέτει πληθώρα τίτλων οι οποίοι θα μπορούσαν να υπεραποδώσουν σε ένα γενικότερο εποχιακό ή κυκλικό ανοδικό “κύμα”, αλλά η επενδυτική διαδικασία πρέπει να συνυπολογίζει μεγάλο αριθμό παραγόντων, με σημαντικότερο στην παρούσα φάση τη βελτίωση της οπτικής για την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών και μεταρρυθμίσεων, εκτιμά ο κ. Στεριώτης.

Ακόμα πιο “ψηλά” βλέπουν τις τράπεζες οι αναλυτές

Είναι περισσότερο από σαφές πως οι αγοραστές που συνεχίζουν να εμφανίζονται στις τραπεζικές μετοχές δίνουν ολοένα και νέα πνοή στο Χ.Α. Ο κλάδος ξεκίνησε, άλλωστε, το έτος έχοντας στο πλευρό του “καταιγισμό” θετικών εκθέσεων για τις προοπτικές του, με εγχώριους και διεθνείς οίκους να “ανεβάζουν” τις τιμές-στόχους.

H Eurobank Equities σημειώνει πως βλέπει σημαντικά περαιτέρω περιθώρια ανόδου στις τράπεζες παρά το σημαντικό ράλι άνω του 60% που κατέγραψαν το 2023, τη στιγμή που –όπως τονίζει‒ οι τρέχουσες τιμές στο ταμπλό δεν αντικατοπτρίζουν την ανθεκτικότητα των εσόδων, την προοπτική διανομής μερισμάτων, καθώς και τη βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού. Ειδικότερα, τηρεί σύσταση “Βuy” για τις Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς, ανεβάζοντας τις τιμές-στόχους στα 2,23 ευρώ για την Alpha από 2,03 ευρώ πριν, στα 8,25 ευρώ για την ΕΤΕ από 7,46 ευρώ πριν και στα 4,66 ευρώ για την Πειραιώς από 4,3 ευρώ πριν.

Οι Jefferies και Euroxx “ανέβασαν” και αυτές τις τιμές-στόχους που δίνουν για τις τραπεζικές μετοχές, ενώ η J.P. Morgan επανέλαβε την overweight στάση της για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.

Πιο αναλυτικά, η Jefferies τόνισε πως η άνοδος των αποτιμήσεων των μετοχών του ελληνικού τραπεζικού κλάδου θα συνεχιστεί το 2024, ενώ προβλέπει μέσο όρο ROTE για το 2025 στο 12% ή στο 14% σε κεφαλαιακά προσαρμοσμένη βάση. Ο οίκος αναμένει επίσης ότι οι τράπεζες θα διανείμουν φέτος μερίσματα (από τα κέρδη του 2023), με τους δείκτες πληρωμών να αυξάνονται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου (15%-20% το αρχικό επίπεδο payout). Έτσι, θέτει νέα τιμή-στόχο για την Alpha Bank στα 2,25 ευρώ από 1,10 ευρώ πριν, για τη Eurobank στα 2,25 ευρώ επίσης από 1,70 ευρώ πριν, για την Εθνική στα 8,80 ευρώ από 7,40 ευρώ πριν και για την Πειραιώς στα 4,45 ευρώ από 3,10 ευρώ πριν, με τα περιθώρια ανόδου σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές στο ταμπλό να τοποθετούνται στο 35%-45%.

Η Euroxx Securities εκτιμά πως υπάρχει ακόμη αξία στο story των ελληνικών τραπεζών παρά το ράλι του 2023, τονίζοντας πως οι αποτιμήσεις παραμένουν εξαιρετικά φθηνές (οι δείκτες P/E είναι σε 25-30% discount έναντι αυτών των ευρωπαϊκών τραπεζών). Έτσι, αναβαθμίζει την τιμή-στόχο της Πειραιώς στα 5,30 ευρώ από 4,60 ευρώ πριν, της Eurobank στα 2,50 ευρώ από 2,30 ευρώ πριν, της Alpha Bank στα 2,40 ευρώ από 2,10 ευρώ πριν και της Εθνικής στα 8,50 ευρώ από 6,45 ευρώ πριν, εκτιμώντας πως θα καταγράψουν άνοδο άνω του 50% σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές τους.

Η J.P. Morgan σημειώνει πως εξακολουθεί να βλέπει ράλι της τάξης του 50% κατά μέσο όρο στις μετοχές των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών. Παρόλο που η Ελλάδα συμβάλλει μόλις 50 μονάδες βάσης στον δείκτη των Διεθνών Αναδυόμενων Αγορών (GEMs), η αμερικανική τράπεζα πιστεύει ότι αξίζει τον κόπο να επενδύσει κανείς στα assets της χώρας. Η αισιόδοξη στάση της οφείλεται και στην ταχύτερη ανάπτυξη των νέων δανείων που αναμένει, ενώ εκτιμά πως η μακροπρόθεσμη κερδοφορία στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο θα παραμείνει υψηλή.