Το μικροβίωμα του εντέρου δείχνει τον κίνδυνο για μακρά COVID

Ησύνθεση του εντερικού μικροβιώματος ενός ατόμου πιθανώς συνδέεται με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει να εμφανίσει μακρά COVID, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται online στην επιθεώρηση «Gut». Οι ερευνητές του Τμήματος Ιατρικής και Θεραπευτικής στο Κινεζικό Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ στους οποίους ανήκει η μελέτη αναφέρουν ότι με βάση τα ευρήματά τους η καταγραφή του «προφίλ» του μικροβιώματος των ασθενών που μολύνονται με SARS-CoV-2 θα μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό όσων αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης long COVID, αυτού του συνδρόμου που χαρακτηρίζεται από επιπλοκές και επίμονα συμπτώματα εβδομάδες ή και μήνες μετά την αρχική λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.

 

Συχνή η μακρά COVID

Η μακρά COVID είναι αρκετά συχνή έως πολύ συχνή – σύμφωνα με στοιχεία μελετών ακόμη και επτά στα δέκα άτομα που έχουν νοσήσει μέτρια ή σοβαρά με COVID-19 μπορεί να εμφανίζουν τουλάχιστον ένα εμμένον σύμπτωμα έξι μήνες μετά την ανάρρωση από την οξεία φάση της λοίμωξης. Η κόπωση, η μυϊκή αδυναμία και η αϋπνία αποτελούν τα πιο κοινά αναφερόμενα συμπτώματα από τους ασθενείς.

 

Αγνωστα τα ακριβή αίτια

Μια υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, κυτταρικές βλάβες ή και οι επιπτώσεις που έχει στον οργανισμό οποιαδήποτε σοβαρή νόσος μπορούν να συμβάλλουν στην εμφάνιση της long COVID. Ωστόσο δεν είναι σαφές ποια είναι τα αίτια πίσω από το σύνδρομο ή το γιατί κάποια άτομα είναι πιο επιρρεπή σε αυτό σε σύγκριση με άλλα.

 

Ο ρόλος του εντερικού μικροβιώματος

Ολοένα και περισσότερα ερευνητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι το μικροβίωμα του εντέρου – τα τρισεκατομμύρια βακτήρια, μύκητες και άλλα μικρόβια που κατοικούν στο γαστρεντερικό σύστημα – παίζει ρόλο στη βαρύτητα της COVID-19. Με δεδομένο μάλιστα ότι το έντερο παίζει σημαντικό ρόλο στην ανοσολογική απόκριση του οργανισμού, πιθανότατα συνδέεται και με την ανάρρωση από μια λοίμωξη όπως αυτή με τον SARS-CoV-2.

Ετσι οι ερευνητές θέλησαν να ανακαλύψουν αν η σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου μπορεί να συνδέεται με τη μακρά COVID, η οποία ορίστηκε ως ένα τουλάχιστον επίμονο σύμπτωμα που συνεχίζει να ταλαιπωρεί τον ασθενή τέσσερις εβδομάδες μετά την αποβολή του ιού από τον οργανισμό του.

 

 

Η μελέτη

Οι ειδικοί του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ παρακολούθησαν τις αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου 106 ασθενών που είχαν εμφανίσει διαφορετικής βαρύτητας COVID-19. Ολοι οι ασθενείς έλαβαν ιατρική φροντίδα σε τρία διαφορετικά νοσοκομεία μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 2020 – η ομάδα αυτή συγκρίθηκε με μια άλλη ομάδα 68 ατόμων που δεν προσβλήθηκαν από την COVID-19 κατά την ίδια περίοδο.

Η σύγκριση έγινε μέσω της ανάλυσης δειγμάτων κοπράνων των εθελοντών. Η συλλογή των δειγμάτων στα άτομα που είχαν μολυνθεί με τον SARS-CoV-2 έγινε κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο (68 άτομα), έναν μήνα μετά (64 άτομα) καθώς και έξι μήνες μετά τη νοσηλεία (68 άτομα). Από μικρό αριθμό ατόμων (11 άτομα) συνελέγησαν δείγματα κοπράνων και 9 μήνες αργότερα.

 

Το προφίλ των εθελοντών

Οι επιστήμονες ήλεγξαν τους ασθενείς σχετικά με την παρουσία 30 διαφορετικών κοινών συμπτωμάτων της μακράς COVID τρεις και έξι μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Η μέση ηλικία των εθελοντών ήταν τα 48 έτη και λίγο περισσότεροι από τους μισούς ήταν γυναίκες. Οι περισσότεροοι (81%) είχαν εμφανίσει ήπια ως μέτριας βαρύτητας λοίμωξη ενώ 25 εξ αυτών χρειάστηκε να λάβουν αντιβιοτικά.

 

Τα πιο κοινά συμπτώματα της μακράς COVID

Συμπτώματα μακράς COVID αναφέρθηκαν από το 81% των ασθενών στους τρεις μήνες από τη διάγνωση και από το 76,5%  των ασθενών έξι μήνες μετά τη διάγνωση. Τα πιο κοινά συμπτώματα στο εξάμηνο ήταν η κόπωση (31%), τα προβλήματα μνήμης (28%), η τριχόπτωση (22%), το άγχος (21%) και οι διαταραχές του ύπνου (21%).

 

Διαφορές στο μικροβίωμα των ασθενών με μακρά COVID

Μεταξύ των 68 ασθενών με COVID-19 στων οποίων τα δείγματα κοπράνων έγινε ανάλυση στους έξι μήνες από τη διάγνωση, οι 50 εμφάνιζαν μακρά COVID. Παρότι το αρχικό ιικό φορτίο που εμφάνιζαν δεν συνδεόταν με τη μακρά COVID, το μικροβίωμα του εντέρου τους εμφάνιζε διαφορές σε σύγκριση με αυτό των ασθενών χωρίς μακρά COVID αλλά και εκείνο των ατόμων που δεν είχαν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2.

Συγκεκριμένα οι ασθενείς με long COVID διέθεταν πολύ μικρότερη ποικιλομορφία και αφθονία μικροβιώματος. Αντιθέτως το μικροβίωμα του εντέρου των ατόμων που δεν εμφάνισαν μακρά COVID ήταν παρόμοιο με εκείνων που δεν είχαν προσβληθεί από την COVID-19.

 

Μείωση σε πολλά είδη βακτηρίων του εντέρου

Μεταξύ των διαφορετικών ειδών βακτηρίων που εντοπίστηκαν στους ασθενείς με μακρά COVID, 28 είδη παρουσίασαν μείωση και 14 παρουσίασαν αύξηση τόσο κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο όσο και στους 3 αλλά και στους 6 μήνες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο.

 

Λιγότερα «φιλικά» και περισσότερα «εχθρικά» βακτήρια

Στους έξι μήνες, οι ασθενείς με μακρά COVID εμφάνιζαν σημαντικά λιγότερα «φιλικά βακτήρια» FPrausnitzii και Blautia obeum και μεγαλύτερη αφθονία των «εχθρικών» βακτηρίων Ruminococcus gnavus and Bacteroides vulgatus σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είχαν προσβληθεί από COVID-19.

Αντιθέτως τα άτομα που δεν εμφάνισαν μακρά COVID παρουσίασαν μόνο 25 αλλαγές σε είδη βακτηρίων του μικροβιώματος του εντέρου κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο – οι αλλαγές αυτές μάλιστα είχαν αναστραφεί πλήρως μετά από έξι μήνες.

 

Σύνδεση του μικροβιώματος με κατηγορίες συμπτωμάτων

Στη συνέχεια η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου προκειμένου να ανακαλύψει αν συνδεόταν με διαφορετικές κατηγορίες συμπτωμάτων της μακράς COVID: αναπνευστικά συμπτώματα, νευροψυχιατρικά συμπτώματα (πονοκέφαλοι, ζάλη, ανοσμία και αγευσία, άγχος, προβλήματα συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου, διαταραχές διάθεσης, προβλήματα μνήμης, θολή όραση), γαστρεντερικά, δερματικά (τριχόπτωση) και μυοσκελετικά συμπτώματα καθώς και κόπωση.

 

81 είδη βακτηρίων σχετίζονταν με συμπτώματα μακράς COVID

Οπως προέκυψε, 81 είδη βακτηρίων φάνηκε να συνδέονται με διαφορετικές κατηγορίες συμπτωμάτων της μακράς COVID και μάλιστα πολλά είδη σχετίζονταν με περισσότερες από δύο κατηγορίες επίμονων συμπτωμάτων. Για παράδειγμα στους έξι μήνες από το εξιτήριο από το νοσοκομείο, τα επίμονα αναπνευστικά συμπτώματα συνδέονταν στενά με ορισμένα «εχθρικά» βακτήρια συμπεριλαμβανομένων των Streptococcus anginosusStreptococcus vestibularisStreptococcus gordonii και Clostridium disporicum. Παράλληλα ορισμένα είδη που είναι γνωστό ότι ενισχύουν την ανοσία, όπως τα Bifidobacterium pseudocatenulatumF. prausnitziiR. inulinivorans και Roseburia hominis, εμφάνιζαν σημαντική μείωση στους έξι μήνες στα άτομα με μακρά COVID.

 

Το προφίλ του εντερικού μικροβιώματος δείχνει την τάση για long COVID

Κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο η ποικιλία και η αφθονία των βακτηρίων του εντέρου στα άτομα που στη συνέχεια ανέπτυξαν μακρά COVID ήταν σημαντικά μικρότερη σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν εμφάνισαν μακρά COVID. Αυτό κατά τους ερευνητές μαρτυρεί ότι συγκεκριμένα προφίλ του εντερικού μικροβιώματος μπορούν να δείξουν την τάση ορισμένων ατόμων για μακρά COVID.

 

Τροποποίηση του μικροβιώματος για πρόληψη της μακράς COVID;

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η συγκεκριμένη μελέτη ήταν μια μελέτη παρατήρησης και έτσι δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίου-αιτιατού. Σε κάθε περίπτωση γράφουν ότι «η αλλαγή στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος φαίνεται να συνδέεται στενά με επίμονα συμπτώματα στους ασθενείς με COVID-19 έξι μήνες μετά την αποβολή του ιού από τον οργανισμό τους. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκατομμύρια άτομα που μολύνονται από τον SARSCoV-2 κατά τη συνεχιζόμενη πανδημία, τα ευρήματά μας δείχνουν ότι πρέπει να σκεφτούμε την τροποποίηση του μικροβιώματος ως λύση για τη διευκόλυνση της ταχύτερης ανάρρωσης των ασθενών και τη μείωση του post COVID συνδρόμου».