Μεταξύ σφύρας και άκμονος ο Ερντογάν

Του Κώστα Ράπτη

Στον Λόφο του Καπιτωλίου αναζητούν αφορμές για να πλήξουν την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Και δεν δυσκολεύονται να τις βρουν.

Μόλις χθες έγινε γνωστό ότι δέκα Αμερικανοί γερουσιαστές και των δύο κομμάτων, με επικεφαλής τους Κρις Βαν Χόλεν (μέλους της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας) και Τζέιμς Λάνγκφορντ, έστειλαν επιστολή στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν με την οποία ζητούν την αυστηρή αντιμετώπιση του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας, για πρακτικές καταστολής της δημοκρατίας στην Τουρκία με αφορμή τη στάση του έναντι του φιλοκουρδικού κόμματος HDP.

“Γράφουμε με βαθιά ανησυχία σχετικά με την απόφαση του Τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου του Ιουνίου του 2021 να υιοθετήσει το κατηγορητήριο κατά του HDP σε μια προσπάθεια να διαλυθεί το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας” αναφέρουν χαρακτηριστικά οι γερουσιαστές, ζητώντας από τον Λευκό Οίκο να υπερασπιστεί τις αμερικανικές αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη χώρα του Ερντογάν και να συντονιστεί με την Ε.Ε. προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω δημοκρατική διολίσθηση στην Τουρκία.

Υπενθυμίζουν ότι “τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει προχωρήσει σε μια συστηματική εκστρατεία περιορισμού των δικαιωμάτων του HDP. Από το 2015, η τουρκική κυβέρνηση έχει συλλάβει περισσότερους από 5.000 βουλευτές, στελέχη και μέλη του κόμματος του HDP, σχεδόν όλοι με αβάσιμες κατηγορίες και προκαλώντας διεθνή καταδίκη. Στην υπόθεση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, πρώην ηγέτη του HDP που βρίσκεται στη φυλακή από τον Νοέμβριο του 2016, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε, το 2018 και το 2020, ότι η Τουρκία παραβίασε τα δικαιώματά του σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Ανθρώπινα Δικαιώματα”.

Στο στόχαστρο και οι “Γκρίζοι Λύκοι”

Μία εβδομάδα νωρίτερα, σε μία κίνηση επίσης εμπνευσμένη από αντίστοιχες στην Ευρώπη (λ.χ. Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία), η ομοσπονδιακή Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε και προώθησε στη Γερουσία τροπολογία που καλεί τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν να υποβάλει έκθεση που θα αξιολογεί εάν οι “Γκρίζοι Λύκοι” της Τουρκίας (ουσιαστικά, η οργάνωση νεολαίας του συμπολιτευόμενου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί) πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση.

Η αντίδραση της Άγκυρας ήταν να επιστρέψει τις κατηγορίες υποστηρίζοντας (διά στόματος του ίδιου του Μπαχτσελί, του προεδρικού συμβούλου Ιμπραχίμ Καλίν και του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών, με συμπληρωματικές διατυπώσεις) ότι αντί για προσπάθειες “εκφοβισμού” της Τουρκίας και υπονόμευσης των αγώνων της κατά της τρομοκρατίας, η Ουάσινγκτον καλά θα κάνει να επικεντρωθεί σε “πραγματικές” τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το εκτός νόμου Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (PKK) και το δίκτυο του αυτοεξόριστου στην Πενσιλβάνια ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, πoυ κατηγορείται για την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 στην Τουρκία.

Λάδι στη φωτιά

Όμως αυτός που κατεξοχήν δίνει τον τόνο είναι ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με όσα μετέδωσαν τουρκικά μέσα ενημέρωσης προχθές, σε δηλώσεις κατά την πτήση της επιστροφής του από το Σότσι της Ρωσίας, όπου είχε και τη δεύτερη μετά τον Μάρτιο συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν φέτος, ο Τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε τον πρώην ειδικό αποσταλμένο του Λευκού Οίκου για την Μέση Ανατολή, Μπρετ ΜακΓκερκ ότι “βάδιζε χέρι χέρι με τρομοκρατικές ομάδες” και λειτουργούσε ως οιονεί διοικητής του ΡΚΚ. Ζήτησε δε και πάλι την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βόρειο Συρία.

Είναι αλήθεια ότι ο ΜακΓκερκ, ο οποίος έδωσε την παραίτησή του όταν ο Ντόναλντ Τραμπ βιάστηκε να ανακοινώσει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, συνεργαζόταν στενά με το YPG, τη συριακή “θυγατρική” του ΡΚΚ, που βοηθά (και ταυτόχρονα προστατεύεται από) τις αμερικανικές δυνάμεις στην κατοχή του πετρελαιοπαραγωγού και εφαπτόμενου με το Ιράκ τμήματος της χώρας του Μπασάρ αλ Άσαντ.

Όμως ο Ερντογάν είχε αρχίσει τις φραστικές επιθέσεις από αμερικανικού εδάφους, όταν την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκε στην Νέα Υόρκη για την ετήσια Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών – με την ελπίδα (που έμεινε ανεκπλήρωτη) μιας έστω και σύντομης συνάντησης με τον Μπάιντεν.

Σε συνέντευξη προς τους New York Times πριν από την αναχώρησή του, ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε ότι “άξιζαν τον κόπο” οι τριβές με τις ΗΠΑ, σχετικά με τo ζήτημα των ρωσικών συστημάτων S-400 και τόνισε ότι η χώρα του ενισχύει την άμυνά της με όποιον τρόπο νομίζει. Πρόσθεσε δε με νόημα ότι η προμήθεια των S-400 δεν θα ήταν αναγκαία αν οι Αμερικανοί χορηγούσαν στην Τουρκία αντιπυραυλικά Patriot.

Με άλλα λόγια, παρά τη διακηρυγμένη βεβαιότητα του ηγέτη της Τουρκίας ότι οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις έχουν τέτοιο βάθος, ώστε να μην μπορούν πραγματικά να διαταραχθούν, το θερμότερο κλίμα που φάνηκε να προκύπτει από την συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν στο περιθώριο της Ατλαντικής Συνόδου τον Ιούνιο δεν βρίσκει συνέχεια. Η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να μη “συγχωρεί” – πόσω μάλλον που με ρωσική πρωτοβουλία έγινε γνωστό ότι βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση και δεύτερη παρτίδα S-400 για την Τουρκία.

Μειώνεται τα περιθώριο ελιγμών

Το ακροβατικό παιχνίδι του Ερντογάν μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για την απόσπαση των μεγαλύτερων δυνατών ανταλλαγμάτων και από τις δύο πλευρές δείχνει να μη λειτουργεί πια. Ένας λόγος για αυτό είναι βέβαια η δεινή οικονομική κατάσταση της γείτονος, που δίνει μεγαλύτερη μόχλευση στις ελεγχόμενες από τη Δύση αγορές. Και όμως, ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει, για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, στην ανορθόδοξη πολιτική της μείωσης των επιτοκίων παρά τη σοβούσα συναλλαγματική κρίση.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τις σκιές στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, που μειώνουν τα συνολικά περιθώρια ελιγμού του Ερντογάν. Παρά την τρίωρη διάρκειά της, η συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν στο Σότσι την Τετάρτη έληξε χωρίς κοινές δηλώσεις ή κοινό ανακοινωθέν – γεγονός ενδεικτικό της αδυναμίας εξεύρεσης συγκλίσεων.

Η ρωσική πλευρά είναι βεβαίως ευτυχής να τονίζει θετικά βήματα όπως η επικείμενη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού του Ακουγιού και η έναρξη διαπραγμάτευσης για την κατασκευή άλλων δύο στην Τουρκία, όμως αυτά περισσότερο υπογραμμίζουν την εξάρτηση της γείτονος, παρά την ισοτιμία της διμερούς σχέσης.