Μπορεί το Αφγανιστάν να εμποδίσει μια δεύτερη θητεία του Μπάιντεν;

Στους πρώτους επτά μήνες της θητείας του, η αποδοχή του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν παρέμεινε σταθερά πάνω από το όριο του 50%, όπως γράφει το Al Jazeera.

Μόλις πριν από έναν μήνα, στις 27 Ιουλίου, το μέσο επίπεδο αποδοχής του ήταν στο 52,6%, έναντι 42,9% που αποδοκίμαζε το έργο του, σύμφωνα με το FiveThirtyEight.

Ο συνδυασμός των κερδών στη Wall Street, της επανεκκίνησης της οικονομίας και της ευρείας διαθεσιμότητας των εμβολίων κατά του κορονοϊού, μαζί με τα σχέδια για ένα σημαντικό νομοσχέδιο για τις υποδομές, έκαναν τις πρώτες 200 ημέρες στην εξουσία του Μπάιντεν σχετικά γαλήνιες.

Η εικόνα αυτή όμως άλλαξε γρήγορα, μετά την χαοτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Μέχρι τα μέσα Αυγούστου, η αποδοχή του ένοικου του Λευκού Οίκου μειώθηκε για πρώτη φορά κάτω από το 50% και μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, το 47,2% αποδοκίμαζε το έργο του, έναντι του 47% που συμφωνούσε με την πολιτική του, σύμφωνα με το FiveThirtyEight.

Και ενώ απομένουν περίπου 430 ημέρες μέχρι τις ενδιάμεσες βουλευτικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2022, η αποχώρηση από το Αφγανιστάν παίζει ήδη ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία των Ρεπουμπλικανών. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, για παράδειγμα, δημοσίευσε πριν από μια εβδομάδα μια διαφημιστική καμπάνια με την ονομασία “Η ατζέντα αποχώρησης του Μπάιντεν”, που περιελάμβανε τμήματα ειδήσεων σχετικά με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων.

“Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά αποδοχής του Μπάιντεν έχουν πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που εκλέχτηκε”, δήλωσε ο  Josh Kraushaar, πολιτικός συντάκτης για το National Journal. “Ενώ το Αφγανιστάν δεν θα είναι το κορυφαίο θέμα της ατζέντας για τους ψηφοφόρους στις επερχόμενες εκλογές, ο κακός χειρισμός της κρίσης από τον Μπάιντεν θα έχει αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις”.

Ο Kraushaar συνέχισε λέγοντας ότι ο χειρισμός του Μπάιντεν στο Αφγανιστάν κινδυνεύει να αποβεί επιζήμιος. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η μεγαλύτερη ελπίδα του Μπάιντεν “είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και η καταπολέμηση της πανδημίας του κορονοϊού πολύ πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του επόμενου έτους”.

Ακαδημαϊκοί που μελετούν την αμερικανική προεδρία συμφωνούν ότι η κατάσταση του Αφγανιστάν θα αποδειχθεί επιζήμια για τον Μπάιντεν, αλλά διαφωνούν για το αν θα μπορέσει να ανακάμψει.

“Καταστάσεις όπως το Αφγανιστάν δεν είναι συνηθισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν υποστεί πολλές τέτοιες ήττες”, δήλωσε η Elizabeth Sanders, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ και μελετητής της αμερικανικής προεδρίας και της αμερικανικής πολιτικής ανάπτυξης. “Το Βιετνάμ, που ήταν πολύ χειρότερο λάθος και κόστισε στον Λύντον Τζόνσον μία ακόμη θητεία και μια καλύτερη θέση στην ιστορία, αποτέλεσε μια παρόμοια περίπτωση. Και όταν φαινόταν πλέον πως δεν θα ερχόταν η νίκη, ο Τζόνσον προχώρησε τουλάχιστον σε κάποια σημαντικά και διαρκή επιτεύγματα, όπως κάποιες νομοθεσίες για πολιτικά δικαιώματα και για την περίθαλψη.

“Νομίζω ότι η κατάσταση με το Αφγανιστάν θα βλάψει σοβαρά τον Μπάιντεν, παρά τα επανειλημμένα σχόλια των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την αποδοχή του κοινού για αποχώρηση από την χώρα”, δήλωσε η Sanders. “Λίγοι από εμάς φαντάζονταν ότι ο Μπάιντεν θα τρομοκρατούσε τόσο τους συμβούλους του που δεν θα τον προειδοποιούσαν για τους προφανείς κινδύνους των Ταλιμπάν”, πρόσθεσε.

Η ίδια σημείωσε ότι ο Μπάιντεν “εγκατέλειψε μια στρατιωτική βάση γεμάτη εξοπλισμό και δεν κατάφερε να προβλέψει την τρομοκρατική βία ή να προστατέψει Αμερικανούς στρατιώτες”.

“Παρόλο που δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύει κανείς ότι ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν πιο ικανός στην προετοιμασία για την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το κόμμα του είναι βέβαιο ότι θα εκμεταλλευτεί αυτή την αποτυχία”, τόνισε η Sanders.

Από την άλλη πλευρά, ο Thomas Whalen, πολιτικός ιστορικός και συγγραφέας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, δήλωσε ότι υπάρχει άφθονος χρόνος για τον Μπάιντεν να ανακτήσει την θέση του στις δημοσκοπήσεις.

“Οι άνθρωποι ξεχνούν ότι το 1983, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν επικρίθηκε για την απόσυρση από μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Βηρυτό του Λιβάνου, όταν μια μονάδα πεζοναυτών των ΗΠΑ καταστράφηκε εκεί από έναν βομβιστή αυτοκτονίας”, είπε.

“Πάνω από 200 πεζοναύτες έχασαν τη ζωή τους, αλλά δεν επηρέασε μακροπρόθεσμα την δημοτικότητα του Ρήγκαν, καθώς ο πρώην ηθοποιός του Χόλυγουντ κατάφερε να επανεκλεγεί το επόμενο έτος”, δήλωσε ο Whalen.

Πέρα από τις πολιτικές συνέπειες, η αποχώρηση αναμένεται επίσης να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα στην περιοχή, καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επικεντρωθούν κυρίως στην Κίνα, τη Ρωσία και την κλιματική αλλαγή, με τη Μέση Ανατολή να μπαίνει σε δεύτερη προτεραιότητα.

Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν Μάικλ ΜακΚίνλεϊ είπε ότι η αποχώρηση από το Αφγανιστάν έχει επιπτώσεις για τους γείτονές του στην Κεντρική και Νότια Ασία, και λιγότερο για την πολιτική των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Σύμφωνα με τον ΜακΚίνλεϊ, οι προτεραιότητες για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας δεν έχουν αλλάξει.

“Οι ΗΠΑ δεν εγκαταλείπουν τον κόσμο και στην πραγματικότητα αναλαμβάνουν μια φιλόδοξη παγκόσμια ατζέντα”, είπε. “Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας, συνεργασία με τους εταίρους μας για την αντιμετώπιση των πανδημιών και της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση των συμμαχιών μας στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, καθώς και με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα”, πρόσθεσε.

“Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει μείωση της αμερικανικής εμπλοκής στα ευρύτερα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς και οι σύμμαχοί μας”, τόνισε.

Στο Ισραήλ, μερικοί ανησυχούν για τις επιπτώσεις των γεγονότων της περασμένης εβδομάδας.

“Οι εικόνες της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν είναι βαθιά ανησυχητικές για τους συμμάχους της Αμερικής στον κόσμο”, είπε ο πρώην πρέσβης του Ισραήλ στην Ουάσινγκτον Μάικλ Όρεν.

“Για το Ισραήλ και για άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, το σκηνικό αποτέλεσε ένα τριπλό σοκ. Όχι μόνο ταπεινώθηκε η Αμερική, αλλά εξευτελίστηκε και από μια φανατική σουνιτική οργάνωση, τους Ταλιμπάν, η οποία θεολογικά διαφέρει πολύ λίγο από τη Χαμάς, το ISIS και την Αλ Κάιντα.

“Και τρίτον, οι Ταλιμπάν απέκτησαν τεράστιες ποσότητες εξελιγμένων αμερικανικών όπλων, τα οποία σίγουρα θα εξαπλωθούν στην περιοχή πολύ γρήγορα”, τόνισε  ο Όρεν.

Πώς θα μπορούσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ να καθησυχάσει τους συμμάχους της;

Σύμφωνα με τον Όρεν, ο Μπάιντεν μπορεί να πάρει το παράδειγμα του πρώην προέδρου Τζέραλντ Φορντ.

“Ο Φορντ ήταν πρόεδρος τη εποχή της αμερικανικής αποχώρησης από τη Σαϊγκόν. Και αντί να μείνει στην κριτική που δεχόταν, η κυβέρνηση Φορντ ξεκίνησε πολλές φιλόδοξες διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως οι στρατηγικές συνομιλίες για τον περιορισμό των όπλων (SALT II) και τις συμφωνίες Σινά Ι και Σινά ΙΙ, που έθεσαν τα θεμέλια για τις αίγυπτο-ισραηλινές ειρηνευτικές συμφωνίες.

“Στη Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να ανακτήσει τη θέση της, όχι μέσω της Τεχεράνης, αλλά με την επέκταση των Συμφωνιών Αβραάμ για να φέρει τη Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής υπό την αιγίδα της Αμερικής και να αναδημιουργήσει την Pax Americana”.