O χαρακτήρας της 4ης Αυγούστου

 

Η ονομασία της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, μόνο από την ημερομηνία επιβολής καταμαρτυρά ευθέως την έλλειψη «ιδεολογικής τοποθέτησης», ενός καθεστώτος που έβαλε την Ελλάδα στην χορεία των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών κρατών, που ακολουθούσαν τον γενικό κανόνα του αυταρχισμού. Η 4η Αυγούστου δεν είχε την φιλοδοξία του ολοκληρωτισμού, όπως συνέβαινε στην Ιταλία ή στην Γερμανία. Σχεδόν σε όλη της τον βίο συνδέθηκε αποκλειστικά με το όνομα και την πολιτική φυσιογνωμία του επικεφαλής της, ο οποίος περιστοιχιζόταν από ελάχιστους συνεργάτες.

Και πως θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε; Φασιστικό κόμμα δεν υπήρξε. Κάτι που ο Μεταξάς αντιλήφθηκε σχετικά γρήγορα οργανώνοντας την ΕΟΝ, τον Νοέμβριο του 1936, ως μια τυπική φασιστική οργάνωση , «φυτώριο» επέκτασης της ιδεολογίας του καθεστώτος περί «Νέου Κράτους» και «Γ Ελληνικού Πολιτισμού» . Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όμως, δεν επέτρεψε περαιτέρω σχεδιασμούς. Και εδώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίσει κανείς πως παρότι ο Μεταξάς εγκαθίδρυσε ένα σκληρό και αιμοσταγές αστυνομικό κράτος, ταυτόχρονα προέβαινε σε θεαματικές πρωτοβουλίες προσεταιρισμού συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων όπως οι εργάτες και οι αγρότες. Πιθανόν, σε αυτές τις περιπτώσεις να λειτουργούσαν τα όποια κατάλοιπα κοινοβουλευτικής πρακτικής διέθετε ο δικτάτορας(τα οποία φυσικά ήταν ελάχιστα) αλλά και το κυρίαρχο κλίμα της αντικομμουνιστικής υστερίας εκείνης της εποχής. Παρά το γεγονός πως μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά το ΚΚΕ ήταν μικρό και σχετικά ακίνδυνο.

Όπως προαναφέρθηκε, η δικτατορία Μεταξά ήταν ένα αστυνομικό κράτος που με τον μετέπειτα βουλευτή της ΕΡΕ Κ. Μανιαδάκη, παρουσίασε μεγάλη αποτελεσματικότητα στην εξουδετέρωση των εχθρών του . Ο στρατός σαν ένα παράδοξο της εποχής έμοιαζε παραγκωνισμένος στο έργο της επιβολής της τάξης, παρόλο που από το κίνημα στου Γουδή και μέχρι την δικτατορία των συνταγματαρχών, βρισκόταν πάντα σε πρώτο ρόλο. Από την άλλη, οι πολιτικοί ηγέτες των μέχρι τότε κομμάτων μάλλον αμήχανοι έστεκαν μπροστά στις νέες συνθήκες, ζητώντας από τον Γεώργιο Β’ μάλλον χλιαρά την επαναφορά στην συνταγματική τάξη, ενώ οι ταραχές στην Βενιζελική Κρήτη το 1938 δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Πολλοί εξ αυτ’ών βέβαια γνώρισαν φυλακίσεις, εκτοπίσεις και εξορίες. Φυσικά η είσοδος της χώρας στον Β Παγκόσμιο πόλεμο ατόνησε κάθε τέτοια ανάλογη προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος. Βέβαια, δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνάει, πως ο σταθερός αντικομμουνιστικός προσανατολισμός της δικτατορίας, που ενέτεινε την αντίληψη των διώξεων, έπρεπε συνεχώς να επιβεβαιώνεται, αφού ήταν και ο βασικός λόγος επίκλησης της επιβολής της. Και μάλλον είχε αντίθετα αποτελέσματα καθώς κατά την περίοδο 1936-1941 , δήλωση μετανοίας υπέγραψε τετραπλάσιος(!) αριθμός των μελών που τότε διέθετε το ΚΚΕ. Με αυτόν τον τρόπο το ακίνδυνο ΚΚΕ του 1935, γινόταν άκρως επικίνδυνο το 1945, καθώς διερχόταν την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς την δεκαετία του 1940, στην τέχνη, τον πολιτισμό και τα γράμματα.

Σίγουρα όμως η θεαματική προβολή του Μεταξά ως εθνικού ηγέτη και όχι ως δικτάτορα που υπερέβαινε ακόμα και τα όρια της παράταξής του, ξημέρωσε μαζί με την 28η Οκτωβρίου του 1940. Τότε που το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο έδινε την ευκαιρία στον Επτανήσιο πρώην στρατιωτικό να αφήσει ένα απρόβλεπτο θετικό υστερόγραφο στην υστεροφημία του. Σαν καπρίτσιο της ιστορίας ήταν υποχρεωμένος εκείνη την στιγμή, να επιβεβαιώσει την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου που από το 1915, οδηγούσε με εργώδεις προσπάθειες στην πρόσδεση στα Βρετανικά συμφέροντα. Απαλλαγμένος από τις γερμανικές παρωπίδες που τόσα δεινά επισώρευσαν στο κράτος και το έθνος με τον «Εθνικό Διχασμό», μάντεψε σωστά πως Ελλάδα θα ήταν «προσωρινώς δουλωμένη» αλλά στην σωστή πλευρά της ιστορίας και στην παράταξη των νικητών. Γεγονός που της επέτρεψε μέσα στην δίνη του αιματηρού εμφυλίου να προσαρτήσει τα Δωδεκάνησα το 1947.

Όλα αυτά όμως δεν θα πρέπει να ξεγελούν κανέναν. Δεσμευμένος από την παθολογική του ανασφάλεια, «είμαι άλλωστε και κοντός» συνήθιζε να λέει, δεν προετοίμασε την χώρα πολιτικά, ανοίγοντας τις πύλες για τον όλεθρο του εμφυλίου μετά την απελευθέρωση. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του φασίστας, θεωρώντας «μπαμπεσιά» του Χίτλερ και του Μουσολίνι το να επιτεθούν σε ένα καθεστώς σε πολλά συμβατό με τα δικά τους. Ίσως οι διθύραμβοι του Γκέμπελς , κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα το 1938, να τον είχαν καθησυχάσει. Για την προσκόλληση του όμως στο «κράτος» σε βάρος του «έθνους», λίγες μέρες πριν φύγει από την ζωή μάλλον έμοιαζε μετανιωμένος λέγοντας : «Θα μας συγχωρήσει ο Θεός το 1915; Φταίμε όλοι! Και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα»!

Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση.