Τα Βαρώσια δείκτης των αδιεξόδων περί το Κυπριακό

Του Κώστα Ράπτη

Όσο περνάει ο καιρός μεγαλώνει ο κίνδυνος να αποδειχτεί ότι οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας το 2017 ήταν η τελευταία ευκαιρία για μια συνολική λύση του Κυπριακού. Γιατί ήταν και η τελευταία διαπραγμάτευση όπου η Τουρκία δεχόταν να συζητήσει το ζήτημα των εγγυήσεων και μια λύση στην κατεύθυνση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Όμως τότε κυριάρχησε στην ελληνοκυπριακή πλευρά η σκέψη ότι απόπειρα λύσης σε προεκλογική περίοδο θα μπορούσε να είχε κόστος. Και τα πράγματα δεν έκανε καθόλου καλύτερα το ότι αργότερα θα είναι πάλι η ελληνοκυπριακή πλευρά που θα ανοίξει τη συζήτηση για λύσεις “έξω από το κουτί”, δηλαδή πέραν του πλαισίου της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Διαισθανόμενη η Τουρκία μια ορισμένη ελληνοκυπριακή απροθυμία γύρω από την προοπτική μιας πραγματικής λύσης ομοσπονδίας και θέλοντας να εντάξει και την Κύπρο στη λογική των “προβολών ισχύος” μιας χώρας που διεκδικεί να είναι περιφερειακή δύναμη, άρχισε να καλλιεργεί πολύ πιο συστηματικά τη λογική της “λύσης δύο κρατών” και της χαλαρής συνομοσπονδίας, υποβοηθούμενη σε αυτό και από την άνοδο εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας δυνάμεων πιο ευθυγραμμισμένων με τις επιδιώξεις της Άγκυρας.

Το εδαφικό και η κυριαρχία

Ακριβώς αυτή η επιθετική προβολή μιας “λύσης δύο κρατών” μπορεί να εξηγήσει τις πρωτοβουλίες της τουρκικής πλευράς στο ζήτημα των Βαρωσίων – ήτοι της περίκλειστης νέας πόλης της Αμμοχώστου, η οποία κατά το ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα πρέπει να επιστραφεί στους κατοίκους και ιδιοκτήτες της. Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία θέλει να υπογραμμίσει ότι πλέον δεν τίθεται ζήτημα διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με εδαφικές αναπροσαρμογές. Και ενώ μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένη η επιστροφή των Βαρωσίων σε μια προοπτική λύσης −κάτι που εξηγεί και γιατί μέχρι τώρα η περιοχή παρέμεινε περίκλειστη και δεν περιλήφθηκε στις πρακτικές εποικισμού−, τώρα η Τουρκία και η κυβέρνηση Τατάρ στα Κατεχόμενα προσπαθούν να κατοχυρώσουν μια σημαντική ανατροπή.

Πλέον δεν αντιμετωπίζονται τα Βαρώσια ως μια περιοχή που θα μπορούσε στο πλαίσιο μιας λύσης να επιστραφεί στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά ως μια περιοχή που ανήκει στην ευθύνη του “τουρκοκυπριακού κράτους”, που θα μπορούσε να αναπτυχθεί “προς όφελος και των δύο κοινοτήτων”. Σε αυτό συντελεί και η προτροπή στους Ελληνοκυπρίους να απευθυνθούν στην Επιτροπή Αποζημιώσεων Ακίνητης Περιουσίας που συστήθηκε το 2005 ως απάντηση της τουρκοκυπριακής πλευράς σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δικαίωναν αξιώσεις Ελληνοκυπρίων για περιουσίες τους στα Κατεχόμενα και ειδικά στην περιοχή της Αμμοχώστου. Εξού και οι υποσχέσεις ότι τα Βαρώσια θα μπορούσαν να γίνουν ένας σημαντικός πόλος τουριστικής ανάπτυξης. Επομένως, η τρέχουσα τουρκική και τουρκοκυπριακή θέση για τα Βαρώσια σημαίνει ότι δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης για τις εδαφικές πλευρές μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, παρά μόνο για το πώς το “τουρκοκυπριακό κυρίαρχο κράτος” θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων στις περιουσίες τους, εκβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τούς Ελληνοκυπρίους με περιουσίες στην περιοχή να αποδεχτούν τη θεσμική αρμοδιότητα των θεσμών του “ψευδοκράτους”.

Αντιφάσεις και όρια των βασικών παικτών

Παρότι η “Προεδρική Δήλωση” εκ μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας, μετά τις σχετικές με τα Βαρώσια προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν κατά τις τελετές για την επέτειο της εισβολής του 1974, ήταν σαφώς καταδικαστική, εντούτοις το γεγονός ακριβώς ότι δεν αποτελούσε ψήφισμα έχει τον συμβολισμό του, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η αρχική βρετανική πρόταση απείχε από το να είναι ρητά καταδικαστική για την Τουρκία. Ούτε ήταν τυχαίο ότι αρχικά τόσο ο γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, όσο και η ειδική αντιπρόσωπος για το Κυπριακό, Ελίζαμπεθ Σπέχαρ, απλώς ζήτησαν από όλα τα μέρη να απόσχουν από μονομερείς ενέργειες. Και αυτό υποδηλώνει τα όρια της παρέμβασης του διεθνούς παράγοντα.

Οι ρητές καταδίκες και από τις ΗΠΑ και από την Ε.Ε. είναι αναμενόμενες, ιδίως στο φόντο των πιέσεων προς την Τουρκία να αποδείξει την προσήλωσή της στη Δύση. Όμως αυτό δεν συνιστά καταλυτική άσκηση επιρροής για λύση του Κυπριακού. Αντιθέτως, στον βαθμό που θα υπήρχε συμφωνία των δύο πλευρών σε μια λύση “χαλαρής συνομοσπονδίας”, την οποία ήδη προβάλλει ως προτιμητέα λύση η Μεγάλη Βρετανία (όπως φάνηκε από τη στάση της στην τελευταία πενταμερή διάσκεψη), θα γινόταν δεκτή με ανακούφιση σε αρκετές πρωτεύουσες και ως βήμα για την αποφόρτιση στην Ανατολική Μεσόγειο − ιδίως εάν η προοπτική λύσης συνδυαζόταν με μεγαλύτερη ένταξη της Κύπρου στους νατοϊκούς σχεδιασμούς.

Ούτε καν διαδηλώσεις

Την ίδια στιγμή, η κατάσταση εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει αντιφατική. Και αυτό γιατί, ενώ καταγράφεται μια σιωπηλή διολίσθηση προς τη λογική της διχοτόμησης, όποτε γίνονται σαφή τα σοβαρά προβλήματα που μια τέτοια προοπτική θα είχε (ξεκινώντας από το ίδιο το ζήτημα των Βαρωσίων), τότε προφανώς και υπάρχουν καταδικαστικές ανακοινώσεις, χωρίς όμως μια σαφή στρατηγική που θα επανέφερε στο προσκήνιο μια λύση. Ούτε γίνονται συστηματικές προσπάθειες για τη συμπόρευση με το υπαρκτό κομμάτι της τουρκοκυπριακής κοινότητας που δεν επιθυμεί να δει τον τόπο του να μετατρέπεται και τυπικά σε μια τουρκική επαρχία. Δεν υπήρξαν καν μεγάλες κινητοποιήσεις με αφορμή τις τελευταίες τουρκικές προκλήσεις.

Από την άλλη μεριά, η Τουρκία δείχνει να προσπαθεί να κρατήσει μια σειρά από ισορροπίες. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ερντογάν απέφυγε να πάει στα Βαρώσια ή ότι η ανακοίνωση για άνοιγμα της περίκλειστης πόλης αφορά ένα πολύ μικρό τμήμα της έκτασής της παραπέμπει περισσότερο σε συμβολικά παρά πραγματικά τετελεσμένα, κάτι που άλλωστε αναλογεί με τη συνολικότερη προσπάθεια της Τουρκίας να πετύχει ενός είδους επαναπροσέγγιση με τη Δύση. Όμως, με τον εθνικισμό να γίνεται ολοένα και περισσότερο βασική παράμετρος της πολιτικής Ερντογάν, ο πειρασμός για πέρασμα σε πραγματικά τετελεσμένα θα μεγαλώνει.