Γρίφος η πορεία Γερμανίας και Γαλλίας προς τις εκλογές

Του Κώστα Ράπτη

Οι “υπερβάσεις” μπορούν να περιμένουν – γιατί η “κλασική” πολιτική δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Αυτό είναι το συμπέρασμα από τις νεότερες εξελίξεις στη Γερμανία και τη Γαλλία, που διανύουν μια μακρά, καθοριστική για όλη την Ευρώπη, προεκλογική περίοδο ενόψει των γερμανικών ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου και των γαλλικών προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Απριλίου.

Οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρωζώνης προεξοφλούνταν από τους αναλυτές ότι οδεύουν προς δυνάμει σαρωτικές ανατροπές, καθώς, από τη μία μεριά του Ρήνου, η μετεωρική δημοσκοπική άνοδος του κόμματος των Πρασίνων τους εμφάνιζε ικανούς να διεκδικήσουν ακόμη και τη θέση που κατέχει (και μετεκλογικά θα αποχαιρετήσει διαπαντός) η Άνγκελα Μέρκελ, ενώ από την άλλη όχθη αναμενόταν εναγωνίως η επόμενη αναμέτρηση δύο μονομάχων έξω από τις καθιερωμένες πολιτικές οικογένειες, με τη Μαρίν Λεπέν να απειλεί με αξιώσεις να αποσπάσει την ηγεσία του κράτους από τον Εμανουέλ Μακρόν.

Όμως όλες αυτές οι βεβαιότητες θα πρέπει να σχετικοποιηθούν. Η περιπλοκότητα της πραγματικής πολιτικής ζωής ήρθε να παρεμβληθεί το τελευταίο διάστημα κατά τρόπο που διανοίγει περισσότερα ενδεχόμενα. Και η διαίρεση (κεντρο)αριστεράς και (κεντρο)δεξιάς αποδεικνύεται ότι παραμένει ισχυρή.

Το… κόστος της μετριοπάθειας

Στη Γαλλία, ο δεύτερος γύρος των περιφερειακών εκλογών την περασμένη Κυριακή άφησε πικρή γεύση στα δύο κόμματα τα οποία κατεξοχήν φιλοδοξούν να αποσπάσουν τη νίκη στις προεδρικές εκλογές, το LREM του νυν προέδρου Μακρόν και τον Εθνικό Συναγερμό της “αναμορφωμένης” ακροδεξιάς, Μαρίν Λεπέν. Καμία από τις δύο αυτές δυνάμεις δεν μπόρεσε να κατακτήσει έστω και μία από τις 13 γαλλικές περιφέρειες, καθώς εξασφάλισαν την επανεκλογή τους όσοι απερχόμενοι περιφερειάρχες τη διεκδίκησαν, δίνοντας έτσι μια μεγάλη ανάσα στους θεωρούμενους ως “ετοιμοθάνατους” Σοσιαλιστές και κυρίως στους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι πλέον περνούν το μήνυμα ότι η αναμέτρηση του Απριλίου θα είναι “τριγωνική” και η σύνθεση του ζευγαριού του δεύτερου γύρου κάθε άλλο παρά δεδομένη εκ των προτέρων.

Ήδη από τους κόλπους της παράταξης ξεπροβάλλουν δύο ισχυροί διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος, ο Λοράν Βοκιέ, που κέρδισε στην περιφέρεια Ωβέρνης-Ροδανού-Άλπεων και ο Ξαβιέ Μπερτράν, νικητής στην περιφέρεια της Άνω Γαλλίας και ήδη υποψήφιος, όπως έχει ανακοινώσει, για το 2022. Σε αυτούς μπορεί να προστεθεί και η Βαλερί Πεκρές, που άνετα επανεξελέγη στο Ιλ ντε Φρανς, ήτοι την ευρύτερη περιφέρεια του Παρισιού. (Η πληθώρα δελφίνων, ωστόσο, προβάλλει ορατό τον κίνδυνο εσωτερικών διαιρέσεων σαν αυτές που και στο παρελθόν έχουν τραυματίσει την κεντροδεξιά.)

Βεβαίως, οι ευθύγραμμες αναγωγές από τις περιφερειακές εκλογές στην πρόθεση ψήφου για τις προεδρικές είναι εντελώς παρακινδυνευμένες. Η απήχηση του προσώπου των υποψηφίων, τα τοπικά ζητήματα και κυρίως τα δίκτυα επιρροής των παραδοσιακών κομμάτων και πολιτευτών παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Όμως, από την άλλη, έχει αναμφίβολα τη σημασία του ότι ο Εθνικός Συναγερμός (τον οποίο τα προεκλογικά γκάλοπ εμφάνιζαν να προηγείται σε 6 περιφέρειες) απέτυχε να κατακτήσει έστω τις δύο περιφέρειες στις οποίες είναι διαχρονικά ισχυρός, ήτοι την Άνω Γαλλία και την Προβηγκία-Κυανή Ακτή. Πόσω μάλλον που αυτό αποδίδεται ακριβώς στην προσπάθεια της Μαρίν Λεπέν να “λειάνει” τον λόγο και το πρόγραμμά της, προβάλλοντας ως μια υποψήφια πρόεδρος ικανή να προσελκύσει μετριοπαθείς ψηφοφόρους και να ξεπεράσει το έλλειμμα του βιογραφικού της σε θέματα κρατικής διαχείρισης.

Τα όρια των “από τα πάνω” αλλαγών

Από την άλλη το LREM έχασε το στοίχημα, στον βαθμό που σε καμία περιφέρεια δεν αναδείχθηκε καν “διαιτητής”, αποκαλύπτοντας έτσι τα οργανωτικά και πολιτικά κενά του. Και όλα αυτά σε μία συγκυρία κατά την οποία η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία επέτρεπε αισιοδοξία και ο ίδιος ο πρόεδρος Μακρόν έριχνε το προσωπικό του βάρος στην καμπάνια υπέρ των εκλεκτών του υποψηφίων.

Κατά το Eurointelligence, το LREM διέψευσε την επαγγελία ότι θα επαναστατικοποιήσει τη γαλλική πολιτική ζωή και απέδειξε τα όρια των “από τα πάνω” παρεμβάσεων. Το 2017 η υποψηφιότητα Μακρόν μπόρεσε να αιφνιδιάσει τους λοιπούς παίκτες και να δημιουργήσει στην εκλογική βάση ένα αυθεντικό ρεύμα υπέρ του, Αν όμως αυτό ταιριάζει στον προσωποπαγή και διλημματικό χαρακτήρα των προεδρικών, δεν αρκεί για μια καλή εμφάνιση στις περιφερειακές εκλογές, όπου μετρούν οι δουλεμένες στον μακρό χρόνο σχέσεις εκπροσώπησης, ούτε όμως μπορεί και να επαναληφθεί τον ερχόμενο Απρίλιο αν το στελεχιακό δυναμικού του LREM δεν ξεφύγει από τις αλληλοκατηγορίες και η κομματική βάση από την αποθάρρυνση.

Σε κάθε περίπτωση, ο πραγματικός νικητής αυτών των περιφερειακών εκλογών ήταν η πρωτοφανής αποχή, ιδιαίτερη διαδεδομένη σε πληθυσμιακές κατηγορίες κρίσιμες για το LREM και τον Εθνικό Συναγερμό, όπως οι νέοι (87%) και η εργατική τάξη (75%) αντιστοίχως. Πρόκειται για την εικόνα ενός εκλογικού σώματος όχι αδιάφορου, αλλά συνειδητά απορριπτικού προς το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να… καταβροχθίσει ως “κινούμενη άμμος”.

Νέο σκάνδαλο για την αρχηγό των Πρασίνων

Στη Γερμανία, ο συρμός υπέρ των Πρασίνων, που πριν από λίγες εβδομάδες τους έφερνε δημοσκοπικά στην πρώτη θέση, έχει σαφώς υποχωρήσει. Και ένας από τους λόγους είναι ακριβώς η υποψηφιότητα της Αναλένα Μπέρμποκ για την καγκελαρία, που μέχρι πρότινος φάνταζε ως το κατεξοχήν ατού του κόμματος. Μολονότι η Μπέρμποκ είναι πιο λαμπερή προσωπικότητα και περισσότερο καταρτισμένη από τους υποψήφιους καγκελαρίους των λοιπών κομμάτων, τον Άρμιν Λάσετ των Χριστιανοδημοκρατών και τον Όλαφ Σολτς των Σοσιαλδημοκρατών, η φυσική της τάση προς τον κομπασμό και την αυτοπροβολή την έχει φέρει ουκ ολίγες φορές σε δύσκολη θέση, καθώς άλλοτε αποκαλυπτόταν ότι στο βιογραφικό της “παραφούσκωνε” την επαγγελματική της προϋπηρεσία και άλλοτε ότι το τελευταίο της βιβλίο περιλαμβάνει αποσπάσματα αντιγραμμένα αυτούσια από τη Wikipedia, παρουσιαζόμενα, ωστόσο, ως περιγραφή προσωπικών εμπειριών. Το ότι το κόμμα της δεν είχε ποτέ στο παρελθόν διανοηθεί να διεκδικήσει την καγκελαρία δημιούργησε οργανωτικό έλλειμμα στην επιλογή, προετοιμασία και υποστήριξη της Μπέρμποκ.

Βρέθηκε, έτσι, η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων να αποτελεί την πρωταγωνίστρια καθημερινών “σκανδάλων”, την ώρα που ουδείς θέτει αντίστοιχα ερωτήματα για τον πλουτισμό του υιού Λάσετ από την πώληση μασκών εν μέσω πανδημίας ή για τις παραλείψεις του Σολτς ως υπουργού Οικονομικών στην υπόθεση Wirecard.

Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα της υποψηφιότητας της Μπέρμποκ δεν είναι “τεχνικό” αλλά πολιτικό. Το κυβερνητικό πρόγραμμα που προτείνουν οι Πράσινοι συνιστά εντυπωσιακή ανατροπή στο γερμανικό μοντέλο ανάπτυξης, την οποία είναι λογικό να μην καλοδέχονται τα κατεστημένα συμφέροντα, αλλά και ευρύτερες κατηγορίες ψηφοφόρων.