Δολοφονία στην Αγία Βαρβάρα: Ολόκληρη η απολογία του 75χρονου – Τα ήθελε όλα, είχε εξωσυζυγικές σχέσεις και τρελάθηκα

Τη δική του εκδοχή για το αποτρόπαιο έγκλημά του, ήτοι τη δολοφονία της συζύγου του, στην Αγία Βαρβάρα, παρουσιάζει στην προανακριτική του απολογία ο 75χρονος άνδρας, ο οποίος κατηγορείται για τη στυγερή δολοφονία της άτυχης γυναίκας την περασμένη Πέμπτη.

Ο 75χρονος πυροβόλησε και σκότωσε το θύμα με το οποίο είχε αποκτήσει οικογένεια και το οποίο γνώριζε για 40 ολόκληρα χρόνια. Ο κατηγορούμενος, που αύριο οδηγείται στον ανακριτή για να απολογηθεί για το έγκλημά του, υποστηρίζει ότι στράφηκε εναντίον της συζύγου του, με την οποία βρίσκονταν, όπως λέει, σε διάσταση από το 2017, όταν εκείνη τον έβρισε. Τότε, όπως αναφέρει τρελάθηκε και μην ξέροντας τι κάνει την πυροβόλησε με το πιστόλι που είχε μαζί του μόνο και μόνο για την φοβερίσει. Όλα, δε, ξεκίνησαν, όπως ο ίδιος καταθέτει, όταν επισκέφθηκε το θύμα για να του ζητήσει τα χρυσαφικά της αδελφής του τα οποία για τον ίδιο είχαν μεγάλη συναισθηματική αξία. Τότε, όπως αναφέρει, η εν διαστάσει σύζυγός του τον έβρισε και εκείνος «τρελάθηκε» και την πυροβόλησε. Στην απολογία του εμφανίζεται μετανιωμένος για τις πράξεις του και εμφανίζει τον εαυτό του ως θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς από την άτυχη γυναίκα.

Συγκεκριμένα, στην προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος περιγράφει τη σκηνή του εγκλήματος ως εξής: «Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου 2021 πήγα στο σπίτι της για να της ζητήσω και πάλι τα χρυσαφικά και εκείνη έλειπε. Φεύγοντας, τη βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σαν μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση «χ@@@ μ@@@». Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους».

Ερωτηθείς για το πού βρήκε το όπλο, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι το έχει στην κατοχή του 8 χρόνια έπειτα από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι. «Το είχα πάρει χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ», αναφέρει.

Όπως, δε, υποστηρίζει μετά τον πυροβολισμό βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε. Κατέθεσε χαρακτηριστικά: «Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουνα πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο. Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει η μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία, παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει».

«Μου είχε πετάξει απορρυπαντικό»

Αναφερόμενος στη σχέση του με το θύμα και την αρχή της κοινής τους ζωής, ο 75χρονος κάνει λόγο για οικονομικές διαφορές που είχε με την εν διάσταση σύζυγο του. Υποστηρίζει στην προανακριτική απολογία του πως η εκείνη τα «ήθελε όλα δικά της». Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής: «Από το 1960 ο πατέρας μου λειτουργούσε καθαριστήριο, το οποίο λόγω οικονομικών προβλημάτων του 1980 το έγραψα στο όνομα της συζύγου μου. Εγώ δούλευα στο κατάστημα αυτό και εκείνη βοηθούσε. Από το 1990 επεκτείναμε την δουλειά μας με καθαρισμό χαλιών. Το 2003 αγοράσαμε ένα οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα με δάνειο και χτίσαμε πενταώροφη πολυκατοικία ώστε να έχουν από ένα διαμέρισμα τα παιδιά μας και τα υπόλοιπα να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκη για τα χαλιά. Πληρώνω όλες τις δόσεις του δανείου έως τον Ιανουάριο του 2018, όταν εκείνη πήρε σύνταξη και τα ήθελε όλα δικά της. Εκείνη αρνούνται να γράψει το κατάστημα στο όνομα μου, ενώ είχε διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις. Αρνούταν την επικαρπία στην κόρη μου από τον πρώτο γάμο και δεν την άφησε να φτιάξει το διαμέρισμα της, καθώς η πολυκατοικία ήταν και στο δικό της όνομα. Το 2012 έδιωξε την κόρη μου, η οποία δούλευε και εκείνη στο καθαριστήριο μας και προσέλαβε άνδρα, με τον οποίο είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κάτι το οποίο εγώ έμαθα αργότερα». Όπως αναφέρει, ο ίδιος έκανε υπομονή καθώς έβλεπε το θύμα να διώχνει την κόρη του από τον πρώτο του γάμο από το καθαριστήριο και κατόπιν να μην της επιτρέπει να φτιάξει το διαμέρισμα της στην πολυκατοικία που είχε αγοραστεί με δάνειο από τον ίδιο.

Συνεχίζοντας την περιγραφή των διαφορών που είχε με το θύμα ο κατηγορούμενος αναφέρει: «Επίσης μου έκλεψαν και μηχανήματα της δουλειάς. Έτσι αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια, ώστε η κόρη μου να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση με καθαριστήριο. Η σύζυγος μου πήρε και τα χρυσαφικά της αδερφής μου τα οποία είχα τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Τα κοσμήματα αυτά της τα είχα ζητήσει επανειλημμένα, αλλά και την επικαρπία της κόρης μου. Είχα μάλιστα πλήρως και τα έξοδα του συμβολαιογράφου. Το 2018 την είχα ρωτήσει τι είχε κάνει με την επικαρπία και τα χρήματα του συμβολαιογράφου και εκείνη μου ανέφερε ότι τα είχε ξοδέψει για να επισκευάσει το αυτοκίνητο της».

Στην κατάθεσή του ο 75χρονος αναφέρεται σε περιστατικό σύμφωνα με το οποίο το θύμα του είχε πετάξει απορρυπαντικό στα μάτια έπειτα από διαφωνία που είχαν. «Φεύγοντας, μου πέταξε τα μάτια ένα πλαστικό κύπελλο με απορρυπαντικό, το οποίο μπήκε στα μάτια μου. Μετά από αυτό πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βαρβάρας όπως με είχε συμβουλέψει η δικηγόρος μου και κατέθεσα μήνυση για σωματική βλάβη» λέει στην κατάθεσή του και συνεχίζει: «Ενώ ήμουν στο Αστυνομικό Τμήμα κάλεσε το 100 και ανέφερε ότι την λήστεψα. Τότε αστυνομικοί πήγαν να με συλλάβουν αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας που μου έπαιρνε κατάθεση είπε ότι έπρεπε πρώτα να τα ολοκληρώσω και μετά να πάω στο τμήμα Ασφάλειας».

Απαράδεκτη συμπεριφορά

Ο 75χρονος αναφέρει ακόμη για το θύμα: «Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη και σε όλα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια».

Τέλος, ο κατηγορούμενος δηλώνει τη μεταμέλειά του για την πράξη του υποστηρίζοντας ότι τον Νοέμβριο του 2018 είχε πάθει εγκεφαλικό «από τη στεναχώρια» και λαμβάνει έκτοτε φαρμακευτική αγωγή.