Ν. Μπένετ, πάση θυσία διάδοχος του Νετανιάχου

Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να στείλει τον “Μπίμπι” στην αντιπολίτευση. Σκληροπυρηνικός στο Παλαιστινιακό, υπέρ των εποικισμών, με φιλελεύθερες απόψεις στην οικονομία.

Όπως συμβαίνει με πολλούς Ισραηλινούς πολιτικούς, ο δρόμος του Ναφτάλι Μπένετ προς την πολιτική πέρασε από τις ένοπλες δυνάμεις. Επί έξι χρόνια υπηρέτησε στις ειδικές δυνάμεις. Αυτό το κομμάτι του παρελθόντος του θα πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο, όταν το 2006 ο τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης Μπέντζαμιν Νετανιάχου επέλεξε τον Μπένετ ως επιτελάρχη του. Και ο Νετανιάχου είχε υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις της αντιτρομοκρατικής ομάδας Sajeret – Matkal. Χρόνια μετά η θητεία του Μπένετ συνέχισε να απασχολεί την ισραηλινή κοινή γνώμη με τρόπο αμφιλεγόμενο. Ως αξιωματικός μιας ομάδας των ειδικών δυνάμεων συμμετείχε στον πόλεμο του Απριλίου του 1996 σε επίθεση πυροβολικού στο λιβανέζικο χωριό Κανά, όπου καταστράφηκε το Αρχηγείο των δυνάμεων του ΟΗΕ και σκοτώθηκαν πάνω από 100 άμαχοι.

Πολυεκατομμυριούχος στα 33 του

Μετά τη στρατιωτική θητεία ο Μπένετ σπούδασε στη Ν. Υόρκη νομικά, ίδρυσε μια εταιρεία λογισμικού, που γρήγορα του απέφερε μεγάλα κέρδη και την οποία λίγα χρόνια αργότερα πούλησε έναντι 145 εκ. δολαρίων. Ήδη σε ηλικία 33 χρονών ο Μπένετ δεν είχε κανένα οικονομικό πρόβλημα. “Θα μπορούσα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου πίνοντας κοκτέιλ στην Καραϊβική” έλεγε. Στην πολιτική μπήκε μετά τον πόλεμο του Λιβάνου το 2006, όπου έχασε τον καλύτερο φίλο του, ως επικεφαλής του γραφείου του αρχηγού της αντιπολίτευσης Μπέντζαμιν Νετανιάχου, προέδρου του κόμματος Λικούντ.Επί δύο χρόνια ήταν από τους πιο στενούς συνεργάτες του περιβάλλοντός του. Αλλά μόλις το 2009 ο Νετανιάχου έγινε πρωθυπουργός, ο Μπένετ διέκοψε τη συνεργασία και αποστασιοποιήθηκε από τον πρώην μέντορά του. Ο Μπένετ του άσκησε δριμύτατη κριτική στο προσωρινό πάγωμα εποικισμών έπειτα από αμερικανικές πιέσεις. Ως πρόεδρος των κεντρικών οργανώσεων εποίκων οργάνωσε εντυπωσιακές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον αυτών των σχεδίων και έθεσε τον Νετανιάχου υπό πίεση.

Αρχές του 2012 αποχώρησε οριστικά από το κόμμα Λικούντ μετά από πολλά χρόνια και μπαίνει στο εθνικιστικό θρησκευτικό κόμμα “Εβραϊκή Εστία”. Μισό χρόνο αργότερα εκλέγεται πρόεδρός του με τρεις βουλευτικές έδρες. Υπό την ηγεσία του το κόμμα κατάφερε να ενισχύσει τη λαϊκή βάση και να στείλει περισσότερους βουλευτές στην Κνεσσέτ. Στην κυβέρνηση του αντιπάλου του Νετανιάχου εισέρχεται το 2013 ως υπουργός και μέλος του Συμβουλίου Υπουργών Ασφάλειας. Αλλά και η “Εβραϊκή Εστία”αναδεικνύεται σε μεταβατικό σταθμό στον δρόμο προς τα πάνω. Το εγκαταλείπει και ιδρύει το 2018 μια νέα κοινοβουλευτική παράταξη, την HaJamin HeChadasch (“Η Νέα Δεξιά”) που στις βουλευτικές εκλογές του 2019, σε συνασπισμό με την “Ένωση Δεξιών Κομμάτων”, μετονομάζεται σε Jamina. Τότε τάχθηκε υπέρ της επανεκλογής Νετανιάχου και το 2019 ο Ναφτάλι Μπένετ αναλαμβάνει το υπουργείο Άμυνας.

Αντίθετος με τη λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών

Το αργότερο όμως από τις βουλευτικές του 2020, στις οποίες το κόμμα του Jamina κέρδισε 7 έδρες, ο Μπένετ εργάζεται για το τέλος εποχής Νετανιάχου. Και για να το καταφέρει, χρειάζεται, μέσα από μια ισραηλινή προοπτική, να στηριχθεί σε έναν ευρύ συνασπισμό κομμάτων, από τον ακροαριστερό χώρο μέσω του μεσαίου στα πιο ακραία δεξιά κόμματα του πολιτικού φάσματος. Στον ευρύ αυτό συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων και κινημάτων ανήκει και αυτό του Γιαΐρ Λαπίντ, του φιλελευθέρου Jesch Atid (Υπάρχει Μέλλον) με 17 έδρες. Εάν ευοδωθούν τα σχέδια Μπένετ, ο Λαπίντ θα μπορούσε να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών και μετά από δύο χρόνια την πρωθυπουργία ως διάδοχος του Μπένετ. Ποιούς πολιτικούς στόχους οραματίζεται όμως ο Μπένετ σε έναν τόσο ανομοιογενή “Συνασπισμό της Αλλαγής” με τόσους πρώην συνεργάτες του Νετανιάχου, αλλά αριστερούς και φιλελεύθερους πολιτικούς, παραμένει προς το παρόν ανοιχτό. Εκείνο που τους ενώνει, για την ώρα τουλάχιστον, είναι η βούλησηνα στείλουν τον Νετανιάχου, μετά από 12 χρόνια αδιάλειπτης κυβερνητικής παρουσίας και πολλά σκάνδαλα διαφθοράς στην πλάτη του, στην αντιπολίτευση.

Ενώ ο Ναφτάλι Μπένετ στην οικονομική και κοινωνική πολιτική υποστηρίζει φιλελεύθερες θέσεις, στο Παλαιστινιακό συγκαταλέγεται στους σκληροπυρηνικούς. Με τις ριζοσπαστικές του θέσεις κατάφερνε στον παρελθόν να σπρώχνει όλο και πιο δεξιά την ισραηλινή κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Νετανιάχου. Ως υπερεθνικιστής επιλέγει να βρίσκεται δεξιότερά του. Μέχρι σήμερα απορρίπτει κατηγορηματικά ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. “Θα κάνω ότι είναι δυνατόν για να μην γίνει ποτέ” είπε το 2013 στο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker. Έχει επίγνωση πάντως ότι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι δεν πρόκειται να πάνε πουθενά αλλού και ότι είναι αναγκασμένοι να ζήσουν μαζί, όπως τόνισε το 2015 στη DW. Ο κυοφορούμενος πρωθυπουργός, ηλικίας 49 χρονών, θέλει να εποικίσει μεγάλα τμήματα της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης και να αυξήσει τον αριθμό των εποίκων σε αυτήν την περιοχή στο ένα εκατομμύριο. Ένα σχέδιο που στο εξωτερικό έχει προκαλέσει μεγάλες διαμαρτυρίες.

Αντρέας Νολ

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου

Πηγή: Deutsche Welle