Χρηματιστήριο: Οι εισηγμένες που βλέπουν κέρδη λόγω του δείκτη MSCI

Της Αλεξάνδρας Τόμπρα

Η συνταγή έχει γραφτεί για το Χρηματιστήριο Αθηνών: Το άνοιγμα της οικονομίας μέσω εμβολιασμών και το Ταμείο Ανάκαμψης ως ένα ισχυρό φάρμακο είναι αυτά που θα επαναφέρουν την ελληνική οικονομία στην αναπτυξιακή τροχιά που είχε από τα μέσα του 2019, αλλά διακόπηκε απότομα από την πανδημία του κορονοϊού. Είναι αυτή που θα κινητοποιήσει τα μεγάλα κεφάλαια να εντοπίσουν το τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα που έχει δημιουργηθεί την τελευταία δεκαετία, εντός και εκτός των τειχών της Λεωφόρου Αθηνών.

Αυτό αναφέρουν τόσο οι οίκοι αξιολόγησης όσο και οι εγχώριοι και ξένοι αναλυτές, προδιαγράφοντας επί της ουσίας ότι το Χ.Α. λειτουργεί σήμερα ως μια “χύτρα” που προθερμαίνεται και σταδιακά θα “αποζημιώσει” τους πιστούς του επενδυτές και αυτούς που είδαν τις προοπτικές σε ποιοτικούς τίτλους. Τίτλους που άντεξαν μέσα σε μια σφοδρή δεκαετή κρίση, αλλά και τις πρωτοφανείς συνθήκες μιας πανδημίας που όμοιά της συμβαίνει μία φορά μέσα σε έναν αιώνα.

Ένταξη και… προσδοκίες από τον MSCI

Ήταν Ιούνιος του 2013 όταν το Χρηματιστήριο των Αθηνών “κατακτούσε” μια παγκόσμια πρωτιά: την υποβάθμισή του σε αναδυόμενη από ανεπτυγμένη αγορά από τον MSCI, ανοίγοντας μια επταετία κατά την οποία συνέβησαν ιστορικά γεγονότα. Μια πραγματικότητα στη χώρα που έκανε θεσμικούς, Έλληνες και ξένους, και λιανικούς επενδυτές να γυρίσουν την πλάτη σε μια κεφαλαιαγορά που πάλευε με το τέρας της δημοσιονομικής κρίσης.

Επτά χρόνια αργότερα, όμως, η Λεωφόρος Αθηνών έχει φορέσει τα καλά της… και υποδέχεται την ενεργοποίηση νέων ή την επανενεργοποίηση των παλαιών κωδικών, με τους ενδιαφερόμενους να ξεπερνούν τους 30.000 για πρώτη φορά από το 2015. Βέβαια, αυτή η εικόνα απέχει πολύ από την εικόνα του 2006 ή του 2007, ωστόσο από τα “πέτρινα” χρόνια της δεκαετούς κρίσης, οπότε και οι ενεργοί κωδικοί δεν ξεπερνούσαν τους 20.000 και από τις τάσεις της εποχής μας, που ένας ενδιαφερόμενος μπορεί να προσεγγίσει πιο εύκολα τις μεγάλες παγκόσμιες αγορές μέσω παντός είδους πλατφορμών, μόνο αισιοδοξία προκαλεί η βελτίωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος.

Και αυτή η εικόνα συμπίπτει και με την προσδοκία ότι στις 11 Μαΐου 2021 ο MSCI θα αυξήσει τις ελληνικές μετοχές στους δείκτες των αναδυόμενων αγορών (οι αλλαγές θα ισχύσουν την Πέμπτη 27 Μαΐου 2021). Και, εάν επιβεβαιωθεί το καλύτερο δυνατό σενάριο, δηλαδή περισσότερες της μίας ένταξης, τότε η επενδυτική ευφορία δεν αποκλείεται να βάλει στο τραπέζι και το σενάριο της πολυπόθητης αναβάθμισης του Χ.Α. στα σαλόνια των αναπτυγμένων αγορών (αν και μεσοπρόθεσμα).

Εισροές… σε κάθε περίπτωση

Η γνωστή για τους “υπολογισμούς” της ροής κεφαλαίων λόγω αλλαγών στους δείκτες του MSCI, Societe Generale, πάντως, εκτιμά ότι οι αλλαγές θα φέρουν εισροές στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Ειδικότερα, στη μετοχή της Eurobank, η οποία με κεφαλαιοποίηση πέριξ των 3 δισ. εμφανίζεται ως φαβορί προς ένταξη στον Emerging Markets Index ή στον EMEA Index, αναμένει εισροές πάνω από 123 εκατ. δολάρια, ενώ σε πιθανή ένταξη στον ίδιο δείκτη της Εθνικής οι εισροές μπορεί να φτάσουν τα 80 εκατ. δολάρια.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στον MSCI Standard Index Greece βρίσκονται τρεις μετοχές αυτή τη στιγμή, οι ΟΤΕ, ΟΠΑΠ και Jumbo, αλλά αυτές που πληρούν τα κριτήρια για τον δείκτη είναι οι Mytilineos, Eurobank, Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα, Motor Oil και ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή.

Η φορολογική… συμβολή

Μέσα στον ορυμαγδό των μέτρων στήριξης της οικονομίας από την κυβέρνηση δεν πέρασε απαρατήρητη και η ρύθμιση της μείωσης του εταιρικού φορολογικού συντελεστή κατά 200 μονάδες βάσης (από 24% στο 22%), από φέτος μάλιστα, η οποία έδωσε νέα ώθηση στο επενδυτικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των ξέων. Αυτή η ρύθμιση θα οδηγήσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Beta Securities, σε αύξηση των κερδών ανά μετοχή κατά 8%-10% σε όσες εταιρείες έχουν ισχυρό αποτύπωμα πωλήσεων στην Ελλάδα, ενώ η απαλλαγή από τον φόρο της αλληλεγγύης αποτελεί ακόμα ένα εχέγγυο για τη συνέχιση των υψηλών μερισμάτων, δεδομένης της σχετικά ήπιας φορολογίας που έχουν στην πηγή.

Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με το μείγμα της ανάπτυξης που αναμένεται για το 2021 (3,2% – 4,0%), έδωσε το έναυσμα σε πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές, οι οποίοι δεν είχαν στα ραντάρ τους την ελληνική κεφαλαιαγορά. Εάν συνυπολογίσει κανείς μάλιστα τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για το ΑΕΠ του 2022, που ορισμένοι το τοποθετούν πάνω από το 6%, έχει ενεργοποιηθεί ο κρίσιμος καταλύτης μείωσης των πολλαπλασιαστών αποτίμησης για όλες τις εταιρείες, κάνοντας πιο ελκυστική την ελληνική αγορά.

Θεμελιωδώς, μάλιστα, όλα τα παραπάνω δημιουργούν το μείγμα που μπορεί να βοηθήσει την αγορά να θέσει τις βάσεις για την αλλαγή του επιπέδου και να διαφύγει από το πλαίσιο τιμών 420-950 μονάδων, που “σημάδεψε” την τελευταία εξαετία.

Η επόμενη εστίαση, λοιπόν, όπως ομονοούν αναλυτές και επενδυτές, είναι η εφαρμογή του σχεδίου της ανάκαμψης, η οποία, εάν συνοδευτεί με όσο το δυνατόν πιο γρήγορη εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα είναι το “καύσιμο” για την ολική επαναφορά της οικονομίας στην κανονικότητα. Και αυτό, όπως έχουν επισημάνει πολλάκις οι εγχώριοι αναλυτές, θα είναι το σενάριο που θα αποτυπώνεται πιο έντονα στην ελληνική κεφαλαιαγορά.

Τι ζητούν οι οίκοι αξιολόγησης;

Τα 106 επενδυτικά προγράμματα, οι 67 μεταρρυθμίσεις, οι πόροι ύψους 30,9 δισ. ευρώ και η ισχυρή πολιτική δέσμευση είναι το εισιτήριο που θα (ξανα)βάλει στο τραπέζι την προοπτική της επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα. Μια προοπτική που βρισκόταν και το 2020 στο προσκήνιο, αλλά η πανδημία χάλασε τα όποια σχέδια είχαν καταρτιστεί στο σενάριο αυτό.

Βέβαια, όπως έχουν σχολιάσει οι περισσότεροι εγχώριοι αναλυτές, η επαναφορά στην επενδυτική βαθμίδα είναι μια δύσκολη εξίσωση, δεδομένου του ότι μέσα σε έναν χρόνο υπήρξε ένας πρωτοφανής δημοσιονομικός εκτροχιασμός, με αύξηση του δημόσιου χρέους πάνω από το 200% του ΑΕΠ και επίσης αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών. Ωστόσο, αυτό που έχει προστεθεί είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και το ελληνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, που, εάν εφαρμοστεί πιστά, θα μετασχηματίσει την ελληνική οικονομία. Εάν τα πρώτα δείγματα της εφαρμογής αυτής είναι ελπιδοφόρα, τότε η αναβάθμιση των δύο βαθμίδων που χρειάζεται η Ελλάδα για το investment grade θα είναι αναμφίβολα το μεγάλο επιτυχημένο στοίχημα για την επιστροφή της χώρας σε πλήρη κανονικότητα το 2022.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως οι επόμενες αξιολογήσεις των οίκων για την Ελλάδα αναμένονται από τη Moody’s στις 21 Μαΐου, η δεύτερη αξιολόγηση της Fitch για φέτος στις 16 Ιουλίου, το δεύτερο review της DBRS στις 17 Σεπτεμβρίου, το δεύτερο επίσης της S&P στις 22 Οκτωβρίου και, τέλος, τον “χορό” για φέτος κλείνει η Moody’s με τη δεύτερη προγραμματισμένη αξιολόγησή της στις 19 Νοεμβρίου. S&P και Fitch αξιολογούν σήμερα την Ελλάδα δύο σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ Moody’s και DBRS τρία.

Η επιστροφή στην εγχώρια αγορά

Αυτό που έχουν επισημάνει αρκετές χρηματιστηριακές πηγές στο “Κ” είναι ότι σταδιακά το επενδυτικό ενδιαφέρον θα διαχέεται και σε τίτλους που έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους ισολογισμούς τους από την εγχώρια αγορά. Και εξηγούν: Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας οι τίτλοι που “διασώθηκαν” χρηματιστηριακά (τηρουμένων των αναλογιών) ήταν αυτοί που είχαν ισχυρό εξαγωγικό πρόσημο και μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τη μεγάλη συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας.

Σταδιακά, όμως, και δεδομένης της ισχυρής ανάπτυξης που αναμένεται από το 2022 (αν όχι από το δεύτερο εξάμηνο του 2021), το ενδιαφέρον θα μετατοπίζεται και σε εκείνους τους τίτλους που έχουν μεγάλο μέρος του ισολογισμού τους στην εγχώρια αγορά, είτε στο μέτωπο της κατανάλωσης είτε σε εκείνο των επενδύσεων, και είναι σημαντικά υποτιμημένοι, ευνοώντας το value investing. Υπενθυμίζεται εδώ ότι, με την έλευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι επενδύσεις, σύμφωνα και με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του υπουργείου Οικονομικών, θα σημειώσουν σημαντική αύξηση 7% για φέτος και εκτόξευση κατά 30,3% το 2022, ενώ αναμένεται και στα επόμενα δύο χρόνια, 2023-2024, να συνεχίσουν να αυξάνονται, με ρυθμούς 12,3% και 10,8% αντίστοιχα.

Το κυνήγι αυτών των τίτλων τροφοδοτείται και από την επανενεργοποίηση εγκλωβισμένων κεφαλαίων από το παρελθόν, κάτι που αυξάνει τη ρευστότητα στο σύστημα και συνάμα υπάρχει διάχυση ακόμα και στην ξεχασμένη περιφέρεια. Άλλωστε, η Citigroup πρόσφατα εκτίμησε πως τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών εισηγμένων που παρακολουθεί θα αυξηθούν φέτος άνω του 57%, έπειτα από πτώση 14,8% το 2020, ενώ η μερισματική απόδοση των ελληνικών μετοχών διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο διεθνώς και στο 6,8%.

Τι μπορεί να πάει στραβά;

Είναι όλα ρόδινα; Όχι… και σε αυτό ομονοούν όλοι, ένθεν και ένθεν, αναλυτές που μετά την εμπειρία της πανδημίας και το αβέβαιο των πληγών που έχει αφήσει πίσω της αρθρώνουν μονίμως δύο λέξεις: stock picking. Και αυτό μέχρι να αποκαλυφθεί το μέγεθος της πανδημικής ζημίας, όταν θα σηκωθούν τα χαλιά των γιγαντιαίων στηρίξεων από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες.

Για την Ελλάδα, η Fitch έχει συνοψίσει σε τέσσερις τους κινδύνους: αποτυχία μείωσης του χρέους, αδυναμία δημοσίων οικονομικών, αρνητικές εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο, συνέχιση της πανδημίας. Η ισχυρότερη ανάπτυξη, η οποία βέβαια είναι συνάρτηση της έγκαιρης και αποτελεσματικής απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση της δημοσιονομικής δυναμικής και τη μείωση του επιπέδου του χρέους, το οποίο βρέθηκε στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020.

Επίσης, μεσοπρόθεσμα, οι αποτελεσματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η συνεχής υψηλότερη χρηματοδότηση της Ε.Ε. θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να αντιμετωπίσουν τις πιο μακροχρόνιες επιπτώσεις από την πανδημία, όπως οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και οι μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας σε σχέση με αυτές που αναμένει.

Για τον τραπεζικό κλάδο, όπως ανέφερε πρόσφατα ο οίκος Standard & Poor’s, η αποκατάσταση της κερδοφορίας και τα ακόμη αδύναμα κεφάλαια παραμένουν βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Ακόμα και σε ένα πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο ακόμα για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους και να μειώσουν τα προβληματικά τους ανοίγματα, όταν μάλιστα το ακριβές μέγεθος των νέων NPEs παραμένει ακόμη ασαφές.