Ελληνοτουρκικά: Η διπλωματία μετά την κόντρα Δένδια-Τσαβούσογλου

Του Κώστα Ράπτη

Το ερώτημα τίθεται αυθορμήτως από πολλούς: είναι δυνατόν μετά τα όσα διημείφθησαν on camera μεταξύ του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, και του επισκεπτόμενου την Άγκυρα Έλληνα ομολόγου του, Νίκου Δένδια, να υπάρξει οποιοσδήποτε ελληνοτουρκικός διάλογος; Η απάντηση είναι ταυτοχρόνως πεζή και προφανής: αυτός ακριβώς είναι ο ελληνοτουρκικός διάλογος, όσο και αν θεωρείται ασυνήθιστο το ότι διεξήχθη ενώπιον των δημοσιογράφων, χωρίς τα γνώριμα διπλωματικά προσχήματα των κοινών υπουργικών δηλώσεων.

Βέβαια, ο “πήχης” έχει διεθνώς χαμηλώσει πάρα πολύ. Τα διπλωματικά ήθη έχουν εσχάτως μεταλλαχθεί – και η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν ανήκει στους κατεξοχήν θιασώτες της πύρινης ρητορικής στις διεθνείς σχέσεις. Συγκρινόμενη, συνεπώς, με τις προσωπικές επιθέσεις του Τούρκου προέδρου άλλοτε προς τον Σιμόν Πέρες και πρόσφατα προς τον Εμανουέλ Μακρόν, ή με τις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ από του βήματος των Ηνωμένων Εθνών ότι θα ισοπεδώσει τη Βόρειο Κορέα και την πρωτοφανή αποστροφή του Τζο Μπάιντεν ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι “δολοφόνος χωρίς ψυχή”, το προχθεσινό debate των δύο υπουργών θα πρέπει να θεωρηθεί… πρότυπο αβρότητας.

Για λόγους που γνωρίζουν οι ίδιοι καλύτερα, και πάντως ωφέλησαν επικοινωνιακά αμφοτέρους (με αποτέλεσμα το Eurointelligence να κάνει λόγο για δημόσια σύγκρουση “win-win”), οι Νίκος Δένδιας και Μεβλούτ Τσαβούσογλου πρόσφεραν σε κοινή θέα την εικόνα δύο χωρών οι οποίες προσέρχονται στη συζήτηση από διαφορετικές αφετηρίες για το αντικείμενο και τη στόχευσή της. Δεν είναι για το τίποτε που κοντά μισόν αιώνα τώρα η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έχουν μπορέσει να γεφυρώσουν τις αποκλίσεις τους, ενώ ταυτοχρόνως αισθάνονται “καταδικασμένες” να το προσπαθούν.

Οι πραγματικές διαφορές

Η χώρα μας θεωρεί ότι καλύπτεται πλήρως από το διεθνές δίκαιο, αντιλαμβάνεται οτιδήποτε έξω από το ανοιχτό θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας ως μονομερή τουρκική διεκδίκηση εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και στηρίζεται πολιτικά στην ευρωπαϊκή της ένταξη, την άνευ αμφισβητήσεων ευθυγράμμιση με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς για την περιοχή, καθώς και τις νεότευκτες συνεργασίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Ελλάδα συναινεί μεν στον διάλογο (ο οποίος, άλλωστε, προσφέρει μιαν έστω και προσωρινή εκτόνωση των εντάσεων, στον βαθμό που ο συνομιλητής θα πρέπει να τηρεί τα προσχήματα), όμως τον θέλει οριοθετημένο, με πρόταξη των ζητημάτων “χαμηλής πολιτικής”, όπως η οικονομική συνεργασία, και με σταδιακά βήματα από το χαμηλότερο στο υψηλότερο επίπεδο εκπροσώπησης

Η Τουρκία, πάλι, με επιχειρήματα που φροντίζει να είναι νομιμοφανή, προβάλλει ως χώρα που κινδυνεύει με “περικύκλωση” και πάντως “έχει αδικηθεί” − κοινώς, εκφράζει, διαχρονικά αλλά με μεγάλη ένταση την τελευταία πενταετία, αναθεωρητικές βλέψεις, τις οποίες στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών επιθυμεί να επισφραγίσει σε μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση κορυφής, “χωρίς όρους και προϋποθέσεις” όπως τονίζει, και με την απειλή της χρήσης πολεμικής βίας, ψηφισμένη από την Εθνοσυνέλευσή της τη δεκαετία του ’90, να δίνει το πραγματικό υπόβαθρο της “εποικοδομητικής” της στάσης.

Το αίνιγμα Ερντογάν

Από αυτή την άποψη, και παρά τον έντονο αντίκτυπό τους στα μέσα ενημέρωσης και το Διαδίκτυο, οι προχθεσινές κοινές δηλώσεις (πλαισιωμένες από δηλώσεις διαπροσωπικής φιλίας των δύο υπουργών και το κοινό εορταστικό δείπνο του Ραμαζανιού) δεν προσέφεραν κάτι το πραγματικά νέο. Αυτό, αν προέκυψε, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη συνάντηση του Έλληνα επισκέπτη με τον Ταγίπ Ερντογάν στο προεδρικό ανάκτορο της Άγκυρας, την οποία ο Νίκος Δένδιας χαρακτήρισε “εξαιρετική”, χωρίς πάντως να διαρρεύσουν πληροφορίες.

Είναι πάντως ίδιον της ερντογανικής διπλωματίας να πιέζει τα πράγματα προς την αναβάθμιση των συνομιλιών στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο, σε μιαν ιδιόμορφη “πολιορκία” του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έτσι, όπως κατά την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο τον Ιανουάριο στην Κωνσταντινούπολη η εξ ορισμού άτυπη συνάντηση των υπηρεσιακών συνομιλητών μεταφέρθηκε την τελευταία στιγμή στο ανάκτορο του Ντολμάμπαχτσε με οικοδεσπότη τον Ιμπραχίμ Καλίν, εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου, κατά αντίστοιχο τρόπο και η προγραμματισμένη υπουργική συνάντηση της Πέμπτης σημαδεύτηκε από την προεδρική πρόσκληση που επιδόθηκε μόλις την προηγουμένη. Αρέσκεται, άλλωστε, συχνά ο Ταγίπ Ερντογάν να “παίρνει πάνω του” τα ελληνοτουρκικά, εκφράζοντας κατά καιρούς την πεποίθηση ότι είναι σε θέση να τα “επιλύσει”.

Τα διεθνή συμφραζόμενα της αμφιθυμίας των Αθηνών

Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια διατύπωση των ελληνικών “κόκκινων γραμμών” από τον Νίκο Δένδια μπορεί να αναδεικνύει την “αμφιθυμία” των Αθηνών απέναντι στις ευκαιρίες και τα ρίσκα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όμως δεν δείχνει διόλου να αναιρεί την ειλημμένη επιλογή για τη διεξαγωγή του. Πόσω μάλλον που ο διεθνής παράγοντας τον ενθαρρύνει παντοιοτρόπως και η ελληνική πλευρά δεν έχει την πολυτέλεια να εμφανιστεί ως “απορριπτική”.

Στο φόντο αυτής της αμφιθυμίας βρίσκονται οι πρόσφατες αλλαγές στον διεθνή περίγυρο, καθώς οι μεν ΗΠΑ κλιμακώνουν τη νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία (γεγονός που επιβάλλει “ήρεμα νερά” στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ), ενώ δυνάμεις που πλειοδοτούσαν στην αντιπαράθεση με την Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο, όπως η Γαλλία, δείχνουν να αναδιπλώνονται, και παράλληλα οι χώρες στις οποίες στηρίχτηκαν οι τριμερείς συμπράξεις της Αθήνας και της Λευκωσίας στην περιοχή δέχονται το “φλερτ” της Άγκυρας – εντονότερα η Αίγυπτος και διακριτικότερα το Ισραήλ.

Ίσως αυτή, μάλιστα, να είναι η κυριότερη ασυμμετρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ότι δηλαδή η μεν Ελλάδα προϋποθέτει κάποιες σταθερές (την ευρωατλαντική της ένταξη, την αμερικανική “διαιτησία”, το status quo της περιοχής κ.ο.κ.), η ισχύς των οποίων σχετικοποιείται για ανεξάρτητους ευρύτερους λόγους. Αντίθετα, η Τουρκία κινείται με την “ευελιξία” (τον “τυχοδιωκτισμό” θα έλεγε ίσως κανείς) που της προσφέρει η αυξημένη φιλοδοξία της, καθώς και η δική της ανάγνωση μιας διεθνούς πραγματικότητας όλο και πιο περίπλοκης και δυνάμει πολυπολικής. Για μια χώρα η οποία έχει λίγο-πολύ επιτυχώς παρεμβληθεί σε μια σειρά διεθνών κρίσεων, όπως της Συρίας, της Λιβύης, της Σομαλίας, του Καυκάσου, ενδεχομένως αύριο και του Αφγανιστάν, τα ελληνοτουρκικά δεν αποτελούν τη μόνη πυξίδα της εξωτερικής πολιτικής της.