Οικονομία: Τα σύννεφα που συγκεντρώνονται λόγω νέου lockdown και μεταλλάξεων

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Το νέο γενικό lockdown και ο “εφιάλτης” ότι το… ακορντεόν των περιορισμών θα κυριαρχήσει στο πρώτο τρίμηνο του έτους, σε συνδυασμό με την προς το παρόν αργή διαδικασία εμβολιασμού αλλά και τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, “σπρώχνουν”, σύμφωνα με τους αναλυτές, την ανάκαμψη της οικονομίας για αργότερα μέσα στο έτος, ενώ οδηγούν σε νέα ύφεση το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου. Αυτό ισχύει τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, και για αυτό οι διεθνείς οίκοι με μπαράζ εκθέσεών τους τις τελευταίες ημέρες προχώρησαν σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους τόσο για το α’ τρίμηνο όσο και για το σύνολο του 2021. Για παράδειγμα, η Goldman Sachs προχώρησε στη μείωση των προβλέψεών της για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη εκτιμώντας πλέον πως η ύφεση στο α’ τρίμηνο θα είναι ελαφρώς βαθύτερη, στο 0,4% από 0,3% πριν και η ανάπτυξη στο σύνολο του έτους θα κινηθεί στο 5% από 5,4% πριν. Η HSBC εκτιμά πλέον ότι το 2021 η ανάπτυξη θα είναι πιο αργή και θα κινηθεί στο 3,6% από 4,3% που είχε προβλέψει πριν, ενώ στο α’ τρίμηνο η Ευρωζώνης θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ύφεση ύψους 0,8% σε τριμηνιαία βάση. Το μήνυμα των οίκων γενικότερα είναι πως τα αυστηρά lockdowns είναι η μόνη επιλογή προς το παρόν και αυτό σημαίνει πως η επιστροφή στην κανονικότητα θα καθυστερήσει.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις το 2022 αναμένεται να αποτελέσει ένα ισχυρό έτος για την Ευρωζώνη και το “χρυσό” έτος για την Ελλάδα, καθώς η ανάκαμψη που θα σημειωθεί αργότερα μέσα στο τρέχον έτος, σε συνδυασμό με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. θα λειτουργήσουν σαν ελατήριο ωθώντας την ελληνική οικονομία στις πρώτες θέσεις από πλευράς επιδόσεων μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωζώνης.

Το “σήμα” θα δώσει ο τουρισμός

Φυσικά, η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας σε αυτήν την κρίση είναι ο τουρισμός, και, καθώς η κορυφή του σημειώνεται το καλοκαίρι, το μεγάλο στοίχημα είναι η φετινή χρονιά να είναι τουλάχιστον λιγότερο χαμένη από την περσινή. Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, η ελληνική οικονομία ουσιαστικά περιμένει “σήμα” από τον τουρισμό ώστε να πάρει τα ηνία της ανάπτυξης, και όταν συμβεί αυτό αναμένεται να ξεχωρίσει, με το μεγάλο της μειονέκτημα κατά την κρίση της πανδημίας να μετατρέπεται σε μεγάλο πλεονέκτημα όταν η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο. Η αρχή του 2021 αποδεικνύεται δύσκολη και το πρώτο τρίμηνο θα είναι αρκετά αδύναμο, λόγω της παράτασης του lockdown και της αργής εκκίνησης της εκστρατείας του εμβολιασμού. Ωστόσο στη συνέχεια η Ελλάδα θα κερδίσει έδαφος χάρη στην επιτάχυνση του εμβολιασμού, με την οικονομία αλλά και τους πολίτες να επιστρέψουν σε κάποιας μορφής κανονικότητα.

Όπως σημείωσε η Capital Economics, η παράταση του lockdown σημαίνει ότι η οικονομία της Ελλάδας ξεκινά το 2021 σε αδύναμη βάση, ωστόσο αναμένεται να επωφεληθεί περισσότερο από ό,τι άλλες χώρες από τη διάθεση των εμβολίων και όταν επιταχυνθεί, λόγω της υψηλής της εξάρτησης από τον τουρισμό.

Καταλύτης το εμβόλιο

Προς το παρόν, ωστόσο, η πρόοδος των αρχών της Ευρωζώνης με τους εμβολιασμούς είναι αργή ενώ αυτό σε συνδυασμό με την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων της COVID-19, σημαίνουν ότι υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος απώλειας άλλης μίας θερινής τουριστικής περιόδου. Η απογοητευτική πρόοδος της εκστρατείας εμβολιασμού της Ε.Ε. σε σύγκριση με άλλες προηγμένες οικονομίες, σημαίνει ότι ενδέχεται να χρειαστούν αυστηρά μέτρα περιορισμού για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη ζώνη του ευρώ από ό,τι αλλού. Και ακόμη και αν μειωθούν τα εγχώρια lockdowns, οι διεθνείς ταξιδιωτικοί περιορισμοί θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο της Ευρώπης. Η Πορτογαλία, η Ελλάδα και τα μικρά νησιά της Μεσογείου αναμένεται να πληγούν περισσότερο κατά τον οίκο.

Η αργή διαδικασία εμβολιασμού καθώς και οι πιθανές νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού θέτουν μεγαλύτερους κινδύνους για τις οικονομίες και την ανάκαμψη των χωρών οι οποίες εξαρτώνται σημαντικά από τον τουρισμό, όπως η Ελλάδα, σημειώνουν και οι αναλυτές των Oxford Economics. Όπως εκτιμούν, οι εμβολιασμοί θα παραμείνουν περιορισμένοι κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να διατηρήσουν τα αυστηρά μέτρα περιορισμού καθώς τα ποσοστά μόλυνσης παραμένουν υψηλά. Όλο αυτό, όπως τονίζει, αναμένεται να καθυστερήσει σημαντικά την επιστροφή την κανονικότητα.

Κατά την Oxford Economics, οι εμβολιασμοί αναμένεται να επιταχυνθούν από την άνοιξη και ειδικά τον Μάιο, ανοίγοντας τον δρόμο για χαλάρωση των περισσότερων περιορισμών και εγκαινιάζοντας την αρχή της ανάπτυξης της οικονομίας (με τη βοήθεια και των πιο ζεστών θερμοκρασιών οι οποίες θα ωθήσουν τον κόσμο να βγαίνει περισσότερο από το σπίτι του), κάτι που θα κορυφωθεί στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Ο οίκος αναμένει μία πιο ισχυρή καλοκαιρινή σεζόν φέτος σε σχέση με το 2020 (αν και σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2019) καθώς το 50% του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων ομάδων, θα έχει εμβολιαστεί έως τον Ιούνιο-Ιούλιο. Έτσι η ανάπτυξη θα κορυφωθεί στο γ’ τρίμηνο προτού αρχίσει να ομαλοποιείται από το δ’ τρίμηνο και μετά. Ωστόσο, οι διεθνείς ταξιδιωτικοί περιορισμοί είναι πιθανό να είναι μεταξύ των τελευταίων που θα αρθούν, έτσι εκτιμά ότι ο τουρισμός θα παραμείνει κυρίως τοπικός, όπως πέρυσι. Αυτό σημαίνει πως, παρά τα επίπεδα εμβολιασμού και χαλάρωσης των περιορισμών, η ανάκαμψη σε χώρες που βασίζονται έντονα στον διεθνή τουρισμό -όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα – ενδέχεται να μείνει πίσω σε σχέση με άλλες χώρες.

Διψήφια ύφεση στο α’ τρίμηνο, πιο αργή ανάκαμψη το 2021

Το σίγουρο πάντως είναι πως το τρέχον τρίμηνο θα είναι αρκετά δύσκολο με τους αναλυτές να αναμένουν νέα ύφεση. Πιο αναλυτικά, η Wood εμφανίζεται συγκρατημένη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς, όπως εκτιμά η βαθιά ύφεση, δεν αναμένεται να εγκαταλείψει την Ελλάδα πριν από το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Όπως επισημαίνει, η χώρα συνεχίζει να πλήττεται από τις παρατεταμένες διαταραχές στον τουριστικό κλάδο, ωστόσο επωφελείται όλο και περισσότερο από τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και τις βελτιώσεις στον μεταποιητικό τομέα και αυτό θα φανεί αργότερα μέσα στο έτος. Κατά την άποψη της Wood, μια ρεαλιστική προσδοκία για τον αριθμό των τουριστών που θα φτάσουν στην Ελλάδα το 2021 είναι το ένα τρίτο όσων ήρθαν το 2019, και αυτό θα διατηρήσει τις πιέσεις στην κατανάλωση και στην κερδοφορία των μικρών επιχειρήσεων.

Το ΑΕΠ τρίτου τριμήνου του 2020 ήταν οριακά υψηλότερο από τις προσδοκίες της Wood, χάρη στην κατανάλωση των νοικοκυριών που επέστρεψε σε αύξηση σε ετήσια βάση. Ωστόσο, οι μηνιαίες έρευνες δείχνουν ότι η κατανάλωση μειώθηκε και πάλι στο δ’ τρίμηνο και πιθανότατα θα παραμείνει αδύναμη και το α’ τρίμηνο του 2021. Η βαθιά και διψήφια συρρίκνωση στο πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας (σε ετήσια βάση) αναμένεται έτσι να συνεχιστεί έως το β’ τρίμηνο, όταν το ΑΕΠ θα αρχίσει να εισέρχεται σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση, με την ανάπτυξη φέτος να κινείται στο 3,6%, από ύφεση 10% πέρσι, ενώ το 2022 αναμένεται επιτάχυνση στο 5,3%.

Διψήφια ύφεση βλέπει και η ING για την Ελλάδα στο τρέχον α’ τρίμηνο. To πρώτο τρίμηνο θα είναι ένα άλλο χαμένο τρίμηνο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και αναμένει πως σε ετήσια βάση η ύφεση θα αγγίξει το 10,3%. Η ανάκαμψη, συνεπώς, αναμένεται να είναι αδύναμη φέτος. Δεδομένων των καθυστερήσεων των εμβολίων σε πολλές χώρες, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η θερινή περίοδος να απογοητεύσει και πάλι. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η συνολική ανάπτυξη το 2021 στην Ελλάδα θα κινηθεί στα επίπεδα του 2% και η χώρα θα χρειαστεί να περιμένει ακόμη περισσότερο, έως το δεύτερο εξάμηνο του 2023, πριν επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την κρίση.

Στο 2,8% τοποθετεί από την πλευρά της την ανάπτυξη στην Ελλάδα, φέτος, η Bank of America, αναμένοντας και αυτή ύφεση στο α’ τρίμηνο. Όπως επισημαίνει, το lockdown που επιβλήθηκε το φθινόπωρο θα αποδυναμώσει περαιτέρω την επιχειρηματική δραστηριότητα και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς του ΑΕΠ στο δ’ τρίμηνο του 2020, ενώ το α’ τρίμηνο του 2021 η οικονομία θα συρρικνωθεί. Η τράπεζα αναμένει πως η δραστηριότητα θα αρχίσει να επιστρέφει από την άνοιξη εάν και εφόσον βοηθηθεί από τη διαδικασία των εμβολιασμών και τη δημοσιονομική στήριξη. Μετά την κορυφή του ανοίγματος της οικονομίας που αναμένεται στο γ’ τρίμηνο του έτους, η ελληνική οικονομία θα μπει σε μία νέα κανονικότητα, με τον τριμηνιαίο ρυθμό ανάπτυξης να κινείται στο 0,2%.

Μεγάλες προκλήσεις για την ανάπτυξη το 2022

Παρά το πιο δύσκολο από ό,τι αρχικά αναμενόταν 2021, όλο και περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία θα ξεχωρίσει το 2022, καθώς η ανάκαμψη θα ανεβάσει ταχύτητα από τα μέσα του έτους και έως το γ’ τρίμηνο και θα λειτουργήσει ως ελατήριο στην πορεία του ΑΕΠ στη συνέχεια.

Ο οίκος Fitch επανέλαβε πριν από μερικές ημέρες την εκτίμησή του πως, κυρίως λόγω της ώθησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένει επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο 7,6% το 2022, από 3% φέτος.

Κατά την Capital Economics, η ύφεση το 2020 θα διαμορφωθεί στο 9,8% (από 9,7% που προέβλεπε πριν), φέτος η ελληνική οικονομία θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης του 3% (από 4,5%), ωστόσο το 2022 θα “εκτοξευθεί” κατά 6,5% σημειώνοντας την καλύτερη επίδοση στην Ε.Ε. Το νέο κύμα της πανδημίας στην Ελλάδα δεν είναι τόσο σοβαρό όσο σε άλλες χώρες και η ανάκαμψη αργότερα μέσα στο έτος αναμένεται να είναι πιο έντονη από ό,τι αλλού, τόνισε. Η άρση των περιορισμών θα είναι διαφορετική από αυτήν του β’ τριμήνου του 2020, καθώς το εμβόλιο θα επιτρέψει την επιστροφή της ζωής των πολιτών στην κανονικότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε βασικές τουριστικές αγορές.

Ανάλογη δυναμική ανάκαμψη το επόμενο έτος προβλέπει και η BofA (5, 6%) ενώ η HSBC την τοποθετεί στο 5,5% και στο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη. Όπως σημείωσε η βρετανική τράπεζα, τα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης θα σημειωθούν όταν οι ξένοι τουρίστες αρχίσουν να επιστρέφουν στις ελληνικές παραλίες, όπως επισημαίνει. Ακόμη και τότε, ωστόσο, ο τουριστικός κλάδος θα έχει πολλά μέτρα να διανύσει προτού επιστρέψει στην οδό της κανονικότητας η οποία αναμένεται να σημειωθεί προς το 2022. Πάντως, σύμφωνα με τη βρετανική τράπεζα το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. αναμένεται να δώσει μία πρόσθετη ώθηση στην ελληνική οικονομία από τα μέσα του 2021.

Από την πλευρά της και η Citigroup προχώρησε πρόσφατα σε διόρθωση των εκτιμήσεών της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας για το 2020 και το 2021, λόγω της παράτασης του δεύτερου lockdown, την έναρξη των εμβολιασμών και την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης που αναμένεται αργότερα μέσα στο έτος. Πλέον τοποθετεί την ύφεση του περασμένου έτους στο 8,9% (από 7,7%) πριν, ενώ εκτιμά πως ανάπτυξη φέτος θα κινηθεί στο 3,9% (από 2,2%). Ωστόσο, και η Citi τοποθετεί την Ελλάδα στους “νικητές” του 2022, καθώς προβλέπει πως η οικονομία θα “τρέξει” με ρυθμούς της τάξης του 6%. Κατά την αμερικάνικη τράπεζα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα κερδίσει έδαφος από τα μέσα του 2021, όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, ενώ η πολιτική στήριξη ήταν και θα συνεχίσει να είναι άφθονη. Επίσης, επανέλαβε πως η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ωφελημένους του Ταμείου Ανάκαμψης και εκτιμά ότι η χρήση των πόρων αυτών θα έχει σημαντική επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2022-2024.

Σε ό,τι αφορά το πιο μακροπρόθεσμο διάστημα, η Ελλάδα αναμένεται επίσης να “ξεχωρίσει” καθώς, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, σε διάστημα 5ετίας αναμένεται να έχει μείνει με τις λιτότερες “πληγές” από την κρίση της πανδημίας, κυρίως χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τη σημαντική στήριξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, καθώς και στη φύση της τρέχουσας κρίσης η οποία είναι εντελώς διαφορετική από τις κρίσεις του παρελθόντος. Αν και η αρχική επίδραση στο ΑΕΠ στο πρώτο έτος της πανδημίας θα είναι μεγάλη, η ύφεση δεν προβλέπεται να διαρκέσει πολύ, σε αντίθεση με το τι συνέβη με την κρίση χρέους της Ευρωζώνης ή τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το 2024 το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αναμένεται να είναι περίπου 3,5% χαμηλότερο από τις προηγούμενες προβλέψεις, με την πτώση αυτή σε ορίζοντα πενταετίας να είναι μικρότερη από ό,τι στα πέντε χρόνια μετά την κρίση του ευρώ, που είχε φτάσει το 4,5%. Για την Ελλάδα το πλήγμα στο ΑΕΠ μετά την πάροδο της πενταετίας, το 2024, θα είναι μόλις 1,5% έναντι 19,8% που ήταν την πενταετία έως το 2015, ενώ για την Ισπανία τοποθετείται στο 4,7% (έναντι 7,3%) και για την Ιταλία στο 4,1% (από 9,6%).