Πώς οι “μεγάλοι” του πλανήτη αντιμετωπίζουν την Τουρκία

Του Κώστα Ράπτη

Ποια είναι τα διεθνή συμφραζόμενα του 61ου γύρου των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Αιγαίο ο οποίος θα ξεκινήσει, μετά από διακοπή άνω των τεσσάρων ετών, στις 25 Ιανουαρίου; Και κυρίως, πώς στέκεται η Τουρκία τού σε διαρκή γεωπολιτική ακροβασία τελούντος, Ταγίπ Ερντογάν, απέναντι στους “μεγάλους παίκτες”, οι οποίοι, όπως μάλιστα ισχυρίστηκε η τουρκική πλευρά για να καλύψει την αναδίπλωσή της, “υποχρέωσαν” με τις πιέσεις τους την Ελλάδα να προσέλθει στον διάλογο;

Το πρώτο μέγα δεδομένο είναι, βέβαια, το ταραχώδες τέλος της εποχής Τραμπ και η αναμενόμενη έλευση Μπάιντεν στην ηγεσία της αμερικανικής υπερδύναμης – με την Άγκυρα δικαίως να διακατέχεται από εκνευρισμό και να ανακαλύπτει εκ νέου διακηρυκτικά τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της.

Όμως τα μηνύματα από την Ουάσινγκτον δεν περίμεναν καν την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο. Ήδη από τον περασμένο μήνα η απερχόμενη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε κυρώσεις εναντίον της υπαγόμενης στην τουρκική προεδρία Διεύθυνσης Εξοπλιστικής Βιομηχανίας και τέσσερα διευθυντικά της στελέχη – κίνηση που μπορεί να μην αποτέλεσε “κόλαφο” (όπως έδειξε και η αμελητέα επίπτωση στην ισοτιμία της λίρας) συγκρινόμενη ωστόσο με το “χάδι” των όσων αποφάσισε τις ίδιες ημέρες το συμβούλιο των ηγετών της Ε.Ε. αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για δύο λόγους.

Διακομματική συναίνεση

Ο πρώτος έχει να κάνει ακριβώς με τη διακομματική συνέχεια την οποία αποκαλύπτει η κίνηση αυτή. Ο δεύτερος λόγος αφορά την εστίαση των κυρώσεων ακριβώς στον κλάδο στον οποίο συμπυκνώνονται οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για μεγαλύτερη γεωπολιτική αυτοτέλεια, ήτοι την εξοπλιστική βιομηχανία, η οποία αναπτύσσεται ραγδαία (πάντα σε καθεστώς διαπλοκής με τα συμφέροντα του κύκλου του Ερντογάν), δοκιμάζει τα προϊόντα της σε πραγματικές συνθήκες, όπως μόλις συνέβη με τη χρήση τουρκικών drones στη σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, και μπορεί να συνεισφέρει στις τουρκικές εξαγωγές εν μέσω πιεστικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.

Αυτού του τύπου η εστίαση εξηγεί και το πώς τοποθετούνται άλλοι παίκτες απέναντι στο ζήτημα. Διότι βεβαίως την αμερικανική μήνιν δεν προκαλούν τα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος (όπως η συμπεριφορά της γείτονος στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο), αλλά ο γεωπολιτικός “στραβισμός” της Άγκυρας ανάμεσα στο ΝΑΤΟ του οποίου αποτελεί μέλος και τις ευρασιατικές δυνάμεις με τις οποίες καλλιεργεί ολοένα και στενότερες σχέσεις, με συμβολική κορύφωση την εγκατάσταση και δοκιμή ρωσικών συστημάτων S-400.

Συμπαράσταση από Μόσχα και Τεχεράνη

Αυτό ερμηνεύει και το γιατί η ρωσική ηγεσία έσπευσε, διά στόματος λ.χ. του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και η εκπρόσωπός του Μαρία Ζαχάροβα, να ερμηνεύσει τις κυρώσεις αυτές πρωτίστως ως αντιρωσικές (ήτοι ως μήνυμα αποθάρρυνσης επίδοξων μιμητών των τουρκικών ανοιγμάτων. εξοπλιστικών, ενεργειακών και άλλων προς τη Μόσχα) και να εκφράσει την συμπαράστασή της στην Άγκυρα.

Ομοίως και η Τεχεράνη, έσπευσε να καταδικάσει σε υψηλούς τόνους τις αμερικανικές κυρώσεις ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Όλα αυτά εξηγούν επίσης σε ένα βαθύτερο επίπεδο, υπό το πρίσμα της αυτοπροστασίας, τη στάση της Γερμανίας, εφόσον το είδος της αυτονομίας που εμφανίζεται έτοιμη να ανεχθεί στην Τουρκία το διεκδικεί και για τον εαυτό της. Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Άγκυρας για τους S-400 αποτελούν διαφορετική όψη των επαπειλούμενων αμερικανικών κυρώσεων κατά του Βερολίνου για τον αγωγό ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2. Σε κάθε περίπτωση, οι εναλλαγές ψυχρών και υψηλών θερμοκρασιών στο ιδιόμορφο τρίγωνο Γερμανίας-Ρωσίας-Τουρκίας αποτέλεσαν το κύριο “κινούν” της ευρωπαϊκής ιστορίας τους τελευταίους δύο αιώνες.

Βήματα προσαρμογής στην ευρωατλαντική “ορθοδοξία”

Έχει ήδη λάβει το μήνυμα ο Ερντογάν, κάνοντας, πριν από την έλευση του Μπάιντεν στην εξουσία, βήματα προσαρμογής προς την ευρωατλαντική ορθοδοξία; Οι προσεκτικοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι πίσω από την πάντοτε αγέρωχη ρητορική του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας συντελείται ακριβώς αυτό.

Πολλές μικρές ψηφίδες που συμπληρώνονται τις τελευταίες ημέρες κατατείνουν στην ολοκλήρωση ενός “ψηφιδωτού” που ισοδυναμεί με απομάκρυνση της Τουρκίας από τους εταίρους της στη “Διαδικασία της Αστάνα”, ήτοι τη Ρωσία και το Ιράν, με παράλληλη επαναπροσέγγιση μέχρι τούδε αποξενωμένων παραδοσιακών συμμάχων της Δύσης στην περιοχή.

Οι πληροφορίες για πώληση τουρκικών drones Bayraktar TB2 στην Ουκρανία, σε εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας την οποία εγκαινίασαν οι δύο πλευρές, θορυβεί τη Μόσχα, όπως άλλωστε και οι πιθανές ετοιμασίες της Τουρκίας για ανάληψη νέας στρατιωτικής δράσης στη βόρεια Συρία.

Παράλληλα, η σύλληψη στην Τουρκία 11 υπόπτων για την απαγωγή του Χαμπίμπ Σααάμπ, αντικαθεστωτικού ακτιβιστή της αραβικής μειονότητας του Ιράν, μαρτυρεί την κλιμάκωση του “πολέμου υπηρεσιών” μεταξύ της Άγκυρας και της Τεχεράνης, ενώ δηλωτικό της επιδείνωσης των σχέσεων είναι και το διπλωματικό επεισόδιο που προκάλεσε η επίσκεψη Ερντογάν στο Μπακού στις 10 Δεκεμβρίου, όταν ο Τούρκος πρόεδρος απήγγειλε ποίημα το οποίο διεκτραγωδούσε την διαίρεση του ιστορικού Αζερμπαϊτζάν τον 19ο αιώνα, ενώ μνημόνευε και τοπωνύμια ευρισκόμενα νοτίως των συνόρων, όπου και η ογκώδης μέχρι σήμερα αζερική μειονότητα του Ιράν.

Προς συμφιλίωση με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όμως, την αλλαγή στάσης της Τουρκίας σηματοδοτεί η προσπάθεια συμφιλίωσης με το Ισραήλ (όπου διορίσθηκε Τούρκος πρεσβευτής μετά από διακοπή δύο ετών) και τη Σαουδική Αραβία, με την οποία οι σχέσεις δηλητηριάσθηκαν οριστικά μετά την δολοφονία του εξόριστου δημοσιογράφου Χασόγκι. Και το μεν Ισραήλ μπορεί να μην επείγεται διόλου να ανταποκριθεί, όσο δεν έχει εγγυήσεις για απομάκρυνση της τουρκικής προστασίας από την παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς, όμως η επικρατούσα τάση, την οποία ενθαρρύνει η κυβέρνηση Τραμπ και επιταχύνει η προοπτική έλευσης του αγνώστων προθέσεων Μπάιντεν, είναι αυτή της επανασυσπείρωσης των φιλοδυτικών κρατών της περιοχής. Μάλιστα η πρόσφατη επανασυμφιλίωση του Κατάρ με τους γείτονές του που το είχαν θέσει υπό αποκλεισμό από το 2017, θα έχει αντίκτυπο και στην Τουρκία, εφόσον Ντόχα και Άγκυρα συνιστούν έναν σφιχτοδεμένο άξονα που μέχρι στιγμής πατρονάριζε την ανάδυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στα λοιπά κράτη της περιοχής.