Τι θα κάνει τελικά ο Μπάιντεν με τον Ερντογάν;

Του Melik Kaylan

Στις ΗΠΑ, οι ειδήμονες της εξωτερικής πολιτικής έχουν επιδοθεί το τελευταίο διάστημα σε μια πυρετώδη συζήτηση σχετικά με το ποια στάση πρέπει να κρατήσει ο νεοεκλεγείς προεδρος Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Τουρκία. Θεωρούν άλλωστε ότι το θέμα θα πρέπει να αποτελέσει μια από τις άμεσες προτεραιότητές του.

Όχι μόνο γιατί η στάση του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου απέναντι στην Αγκυρα ήταν ασυνεπής και αόριστη, αλλά και γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αδικαιολόγητα επιεικής με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (με εξαίρεση την αντίδρασή του στη φυλάκιση του ευαγγελιστή πάστορα Άντριου Μπράνσον).

Επί προεδρίας Τραμπ, ο Ερντογάν ενέτεινε την υπέρμετρη καταστολή της κοινωνίας των πολιτών, λόγος που από μόνος του ήταν αρκετός για να προκαλέσει την αποδοκιμασία του Λευκού Οίκου. Το ελεγχόμενο σύστημα δικαιοσύνης που οικοδόμησε ο Τούρκος πρόεδρος συνέχισε να καταπνίγει ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους, να φυλακίζει Κούρδους πολιτικούς, να διώκει οποιαδήποτε αντιπολιτευόμενη φωνή, όπως στην περίπτωση του εξέχοντα επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά. Η λίστα με τις παρεκτροπές του Ερντογάν κατά τη διάρκεια του έτους είναι ατελείωτη.

Πέραν αυτών, όμως, ο Ερντογάν ενεπλάκη και σε στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στο εξωτερικό. Και όχι μία φορά, ούτε δύο, αλλά τρεις – στη Συρία, στη Λιβύη και στη σύγκρουση της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν. Και τα έκανε όλα αυτά χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση από την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, αγόρασε ρωσικούς πυραύλους S-400 από τη Μόσχα και απείλησε την Ελλάδα βγάζοντας τον στόλο του στο Αιγαίο.

Είναι σαφές λοιπόν ότι κάτι πρέπει να γίνει προκειμένου να σταθεροποιηθεί η ανατολική πτέρυγα του NATO και να επανέλθει στον σωστό δρόμο η Τουρκία.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Μπάιντεν πρέπει να βρει έναν εύσχημο τρόπο για να το επιτύχει αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε άρθρο της Ευρωπαία πολιτική αναλύτρια, “στόχος μας πρέπει να είναι να ξεκολλήσουμε την Άγκυρα από τη Μόσχα, και όχι να την ωθήσουμε βαθύτερα στην αγκαλιά της”.

Το συγκεκριμένο άρθρο παρέχει αρκετά στοιχεία για το υπόβαθρο και το πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτό, όμως, που δεν κάνει, είναι να προτείνει κάποια συγκεκριμένη λύση. Όπως για παράδειγμα, τι ακριβώς πρέπει να κάνει η Δύση για να καλοπιάσει τον Ερντογάν χωρίς να ενισχύσει τη δύναμή του στο εσωτερικό της Τουρκίας ή χωρίς να τον αφήσει να επεκτείνει την τουρκική επιρροή στο εξωτερικό – ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό και τη επιταχυνόμενη πορεία του προς τον πλήρη κρατικό Πουτινισμό.

Κυρίως, όμως, το άρθρο δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: γιατί πρέπει οι ΗΠΑ να προσεγγίσουν με το καλό τον Ερντογάν; Παραδόξως, πολύ λίγοι από τους αξιοσέβαστους ειδήμονες παγκοσμίως που πραγματεύονται το θέμα της Τουρκίας έχουν ασχοληθεί με αυτό. Έχει ακόμη η Τουρκία τόσο μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, και αν ναι, ποια και πόση;

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει -όπως το παραπάνω άρθρο- ότι η Δύση πρέπει να επανοικοδομήσει τη συμμαχία της με την Τουρκία προκειμένου να κρατήσει τη Μόσχα και την Άγκυρα μακριά τη μία από την άλλη. Σε αυτήν την περίπτωση όμως θα πρέπει να προσδιοριστούν τα οφέλη που θα προκύψουν.

Όπως επισημαίνει και η συγγραφέας του άρθρου, τα συμφέροντα των δύο χωρών (Ρωσίας και Τουρκίας) είναι εκ διαμέτρου αντίθετα σε όλες τις περιοχές όπου έχουν μέχρι τώρα συγκρουστεί, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις έχουν καταλήξει σε συμβιβασμό.

Στη Συρία, ο Πούτιν υποστηρίζει το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ ο Ερντογάν ελέγχει έναν θύλακα/”ασφαλές καταφύγιο” των Σύρων ανταρτών. Στη Λιβύη, οι δύο ηγέτες έχουν ουσιαστικά χωρίσει τη χώρα στις σφαίρες επιρροής τους. Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, Πούτιν και Ερντογάν έχουν αναδειχθεί θριαμβευτικά σε ηγέτες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Ως αποτέλεσμα, αμφότεροι στο εσωτερικό των χωρών τους έχουν γίνει ακόμη πιο ισχυροί, προσφέροντας στους λαούς τους τη νοσταλγία περασμένων μεγαλείων ως αντάλλαγμα για το έλλειμμα σε επίπεδο οικονομίας, βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ικανοποιητικής διαχείρισης της πανδημίας του κορονοϊού.

Σίγουρα, η Δύση δεν θα πρέπει να αφήσει αυτήν τη “μετα-φιλελεύθερη” τάξη πραγμάτων (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η αρθρογράφος) να επιτύχει τον στόχο της και να γιγαντωθεί.

Διότι θα επηρεάσει τελικά τη σταθερότητα και την ευημερία της Δύσης και των συμμάχων της, εάν, για παράδειγμα, η Μόσχα και η Άγκυρα κυριαρχήσουν σε περιοχές με σημαντικούς πετρελαϊκούς πόρους, όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Λιβύη. Έτσι, έχουν τα πράγματα.

Αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, γιατί να μην κάνουμε απλώς δύσκολη τη ζωή του Ερντογάν, όπως και του Πούτιν και άλλων ηγετών αντίστοιχων καθεστώτων;

Εδώ πλέον καθίσταται πασιφανής η κρίσιμη διαφορά μεταξύ των συμφερόντων της Ευρώπης και αυτών των ΗΠΑ. Για την Αμερική, σε εσωτερικό επίπεδο, βραχυπρόθεσμα, έχει μικρή σημασία ποιος αντιδημοκρατικός δυνάστης ελέγχει σημαντικό μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, δεδομένου ότι είναι αυτάρκης σε καύσιμα. Αντίθετα, για την Ευρώπη παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς η ΕΕ είναι άμεσα εξαρτημένη από τους ενεργειακούς αγωγούς και τα φορτία πετρελαίου τρίτων.

Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται σε πρόβλημα της Αμερικής μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ σκοπεύουν να συνεχίσουν να ηγούνται και να προστατεύουν τον δυτικό κόσμο και την παγκόσμια γεωστρατηγική περίμετρό του. Διότι, για να ευημερήσουν οι ΗΠΑ, πρέπει να δημιουργήσουν ένα δίχτυ προστασίας και ευημερίας γύρω από τις περιοχές του πλανήτη που ενστερνίζονται τις αξίες τους. Και σε αυτές περιλαμβάνεται και η Ευρώπη. Για να το επιτύχουν αυτό οι ΗΠΑ, είναι καιρός να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τους εμφανείς αντιπάλους τους.

Τα τελευταία χρόνια η Μόσχα έχει διαπράξει μια σειρά προκλητικές ενέργειες σε βάρος των ΗΠΑ, όπως η πρόσφατη κυβερνοεπίθεση μέσω της Solar Winds, η επίθεση σε Αμερικανούς διπλωμάτες με ραδιοτεχνολογικά όπλα, η παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές, η παγκόσμια εκστρατεία δολοφονιών και πολλές ακόμη. Με άλλα λόγια έχει ξεκινήσει ένας νέος “Ψυχρός Πόλεμος”. Και είναι ώρα οι ΗΠΑ να εμπλακούν πλήρως.

Τι σημαίνει αυτό για την Τουρκία; Τι σημαίνει για την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ;

Ιστορικά ο ρόλος της Άγκυρας στη συμμαχία ήταν να λειτουργεί ως “ρυθμιστής” ανάμεσα στη σοβιετική ισχύ και την εκτεθειμένη αλλά πλούσια σε πετρέλαιο Μέση Ανατολή. Αντίστοιχα και στη Μεσόγειο.

Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Το πετρέλαιο θα χάσει σύντομα την πρωταρχική στρατηγική σημασία του, ακόμη και για την Ευρώπη (η οποία, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, μπορεί να ξεπεράσει τα κρίσιμα χρόνια). Επομένως, η Μέση Ανατολή έχει πλέον μικρότερη σημασία ως περιοχή, ενώ αντίστοιχα έχει αμβλυνθεί και ο ρόλος της Τουρκίας ως “φύλακα”.

Η σταθερότητα της ίδιας της Τουρκίας έχει επίσης μικρότερη σημασία πλέον, με εξαίρεση ίσως τον ρόλο της ως διόδου μαζικών προσφυγικών ροών – που όμως δεν αποτελούν πλέον τόσο σημαντικό πρόβλημα.

Όσο για το Ισραήλ, φαίνεται απόλυτα ικανό να υπερασπιστεί τον εαυτό του, οπότε ούτε αυτό αποτελεί πρόβλημα.

Γιατί λοιπόν η Δύση πρέπει να είναι επιεικής με την Άγκυρα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε ανοιχτά εχθρική δυτική πολιτική μόνο θα εδραιώσει τη θέση του Ερντογάν – αλλά στην αρχή. Πρέπει αυτό να αποτελέσει θέμα ύψιστης σημασίας; Όχι στην πραγματικότητα. Στην παρούσα φάση, ούτως ή άλλως, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη αποτελούν τους μόνιμους “στόχους” των Τούρκων πολιτικών. Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ο πρώην σύμμαχος του Ερντογάν και πρώην πρωθυπουργός του, Αχμέτ Νταβούτογλου, πρόσφατα επέκρινε τον Τούρκο πρόεδρο ότι δεν είναι πλέον ο πάλαι ποτέ “σκληρός τύπος”, αντίθετα τον κατηγόρησε ότι πλέον εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αμερικής.

Το θέμα είναι ότι οι ΗΠΑ θα αποτελέσουν τον αποδιοπομπαίο τράγο ό,τι κι αν κάνουν. Άρα δεν έχουν τίποτα να χάσουν αν φανούν σκληρές απέναντι στην Τουρκία.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, ανακύπτει το ερώτημα: εάν η Τουρκία είναι τόσο ασήμαντη από στρατηγική άποψη, γιατί να ασχοληθεί κανείς με πολιτικές τιμωρίας και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές;

Όπως φάνηκε ξεκάθαρα, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε προσωρινά κυρώσεις στην Τουρκία για τη φυλάκιση του Αμερικανού ευαγγελιστή πάστορα, Άντριου Μπράνσον, τίποτε δεν εκθέτει περισσότερο τον Ερντογάν από την ελεύθερη πτώση της τουρκικής οικονομίας. Τότε, η τουρκική λίρα σημείωσε “βουτιά”. Ο Ερντογάν ελευθέρωσε τον Μπράνσον.

Ομοίως και τώρα, τίποτε δεν θα δηλητηριάσει γρηγορότερα την εικόνα που έχει ο τουρκικός λαός για τις λαϊκιστικές στρατιωτικές περιπέτειες του Ερντογάν από μια καταρρέουσα οικονομία.

Ναι, οι Οθωμανοί είχαν χτίσει μια μακραίωνη αυτοκρατορία. Αλλά η Δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα, στη συνέχεια, επιβίωσε χάρη στη σταθερή στάση της χώρας να μην παρεμβαίνει στα της γειτονιάς της για περίπου έναν αιώνα.

Ο Ερντογάν ξεκίνησε την “επιδρομή” του στο εξωτερικό από τη Συρία και τώρα οι δρόμοι της Τουρκίας είναι γεμάτοι από άπορους και απελπισμένους Σύρους πρόσφυγες. Ως αποτέλεσμα, το κόμμα του έχασε τις κρίσιμες δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη.

Ανάλογα με τις συνθήκες, λοιπόν, οι Τούρκοι είτε θα θυμούνται τους αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε, αντ’ αυτών, τη μακρά παρακμή της που έκανε την απομόνωση επί Δημοκρατίας να φαίνεται προτιμότερη.

Επομένως, εάν κριθεί απαραίτητο, η επιβολή κυρώσεων θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα στην περίπτωση του Ερντογάν.

Τι θα κάνει την επιβολή κυρώσεων απαραίτητη; Μήπως η υπερβολική προσέγγιση της Τουρκίας με τη Μόσχα; Στην πραγματικότητα, όσο κι αν το επιτύχει αυτό, τα ρωσοτουρκικά στρατηγικά συμφέροντα είναι τόσο εγγενώς αντίθετα που εύκολα η σχέση των δύο χωρών μπορεί να αποσταθεροποιηθεί. Μήπως η προσέγγιση με την Τεχεράνη; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί διότι οι στρατηγικοί τους στόχοι είναι επίσης εγγενώς αντίθετοι.

Μήπως οι επιδιώξεις στη Μεσόγειο; Ναι, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο, αλλά θα απαιτούσε από τις ΗΠΑ να παρακινήσουν και την αδρανή ΕΕ να αναλάβει δράση. Η αλήθεια είναι ότι εάν ο Ερντογάν παρέμενε ευθυγραμμισμένος με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της Δύσης, καμία από τις ενέργειές του στο εξωτερικό δεν θα άξιζε τη λήψη σκληρών μέτρων ως αντίποινα, αν και θα μπορούσαν.

Όμως, η καταστολή στο εσωτερικό της Τουρκίας σε συνδυασμό με τον τυχοδιωκτισμό του εκτός συνόρων, τους ρωσικούς πυραύλους S-400, την ενθάρρυνση των ισλαμιστικών ομάδων, το φλερτ με αυταρχικά καθεστώτα, τον καθιστούν αντίπαλο.

Ο Μπάιντεν, λοιπόν, αναλαμβάνοντας τον Λευκό Οίκο πιθανότατα θα αντιμετωπίσει σταθερά τον Ερντογάν, αλλά το έργο της ανοικοδόμησης των διεθνών σχέσεων των ΗΠΑ με θεσμικούς φορείς θα κρατήσει τον νεοεκλεγέντα Αμερικανό πρόεδρο απασχολημένο για λίγο διάστημα.