Folli Follie: Η PwC άνοιξε το κουτί της Πανδώρας

Της Αλεξάνδρας Γκίτση

Καταιγιστικές είναι οι αποκαλύψεις τα τελευταία 24ωρα για το σκάνδαλο της Folli Follie, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μέσω της έκθεσης της PwC. Πέραν από την εμπλοκή της οικογένειας Κουτσολιούτσου, ηλεκτρονική αλληλογραφία εμπλέκει και υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Από τα “καυτά” emails που είχε ανταλλάξει η οικογένεια Κουτσολιούτσου όταν ήταν στο “τιμόνι”της Folli Follie με υπάλληλό της φέρεται ότι το θέμα είχε φτάσει στις 9 Μαΐου του 2018 μέχρι το Μέγαρο Μαξίμου. Στο επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα ανάμεσα σε διευθυντικό στέλεχος ασφαλείας της εταιρείας και τον Τζώρτζη Κουτσολιούτσο περιλαμβάνεται αναφορά και στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Κατά την ίδια πηγή βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ φέρεται να επικοινώνησε με τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κ. Γκότση.

Σύμφωνα με την έκθεση της PwC, στελέχη της εταιρείας επιχείρησαν να στήσουν ένα πολιτικό δίχτυ προστασίας και, στην εσωτερική επικοινωνία τους που περιλαμβάνεται στην έκθεση, εμπλέκουν τους κ. Φλαμπουράρη, Χαρίτση (τότε υπουργοί) και Μπαλαούρα, Αραχωβίτη (πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών και μέλος αυτής και βουλευτές). Και οι τέσσερις με δημόσιες δηλώσεις αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή και μίλησαν για συκοφαντίες. Πάντως στην έκθεση αναφέρεται πως δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί, εάν τα γεγονότα που περιγράφονται έλαβαν χώρα ή εάν ήταν ενέργειες που συζητήθηκαν και ο υπάλληλος της εταιρείας αναφέρει πως πραγματοποιήθηκαν. Η έκθεση της PwC διαβιβάστηκε στην ανακρίτρια που χειρίζεται την υπόθεση της Folli Follie και στα χέρια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και μελετάται προκειμένου να αποφασιστεί αν θα σταλεί στη Βουλή, με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών.

Τι αποκαλύπτει η έκθεση της PwC

Στην έκθεση της η PwC είναι καταπέλτης για τα έργα και τις ημέρες της οικογένειας Κουτσολιούτσου όταν αυτή ήταν στο τιμόνι της Folli Follie. H PwC εντόπισε ελλείψεις στο σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης του ομίλου που είχαν συντείνει, αν όχι επιτρέψει ή διευκολύνει τη διάπραξη των επιλήψιμων διαχειριστικών πράξεων που λάμβαναν χώρα στον όμιλο τουλάχιστον την τελευταία 15ετία. Από τον έλεγχο εντοπίστηκαν επίσης στοιχεία που υποδηλώνουν ή δημιουργούν εύλογες υπόνοιες για τη διάπραξη από μέλη της οικογένειας Κουτσολιούτσου ενεργειών υπεξαίρεσης χρηματικών ποσών, αποθεμάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Σε άλλο σημείο της έκθεσης της PwC αναφέρεται ότι κατά την περίοδο 2009-2018 η εταιρεία είχε πραγματοποιήσει πληρωμές ποσό άνω των 2,1 εκατ. ευρώ σε δύο κυπριακές εταιρείες που φέρεται να πραγματοποιήθηκαν για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών νομικής φύσεως όμως δεν έχει εντοπιστεί κανένα προϊόν τέτοιας εργασίας. Αντίθετα έχουν εντοπιστεί στοιχεία που στοιχειοθετούν ενδείξεις πως αυτές οι εταιρείες ήταν συνδεδεμένες με τον Δημήτρη Κουτσολιούτσο και τον Γεώργιο (Τζώρτζη) Κουτσολιούτσο, στελέχη της εταιρείας και τον νομικό σύμβουλό της. Επίσης διαπιστώθηκε η κάλυψη προσωπικών εξόδων μελών της οικογένειας Κουτσολιούτσου. Ενδεικτικά η εταιρεία πλήρωσε για αγορά επίπλων, διακοσμητικών και λοιπών ειδών οικιακού εξοπλισμού συνολικής αξίας 125.000 ευρώ, πλήρωσε για αγορά, μίσθωση και συντήρηση σημαντικού αριθμού αυτοκινήτων και πτητικών μέσων και για παραγγελίες οίνου που κόστιζαν στην εταιρεία περίπου 60.000 δολ. κατ’ έτος τουλάχιστον από το 2011.

Κατ’ εξακολούθηση η χειραγώγηση μετοχών

Από την ενδιάμεση έκθεση προκύπτει πως τουλάχιστον για την περίοδο από το 2007 μέχρι και το 2017, τα στοιχεία των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ήταν ψευδή και παραπλανητικά. Με την PwC να εκτιμά πως οι εικονικές πωλήσεις από θυγατρικές εταιρείες του ομίλου στην Ασία λάμβαναν χώρα ήδη από το 2001. Αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής διαχρονικά να παρουσιάζει ανοδική πορεία και οι κ. Δημήτρης Κουτσολιούτσος και Γεώργιος Κουτσολιούτσος να αποκομίσουν έσοδα 130,5 εκατ. ευρώ και 3,8 εκατ. ευρώ αντίστοιχα από πωλήσεις μετοχών μέσω 7 περιπτώσεων ιδιωτικής τοποθέτησης την περίοδο 2004-2017. Επιπρόσθετα η εταιρεία από το 2001 έχει εγκρίνει διανομές μερισμάτων και επιστροφές κεφαλαίου συνολικής αξίας 116 εκατ. ευρώ περίπου από τα οποία υπολογίζεται ότι ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος εισέπραξε 44 εκατ. ευρώ και ο Γεώργιος Κουτσολιούτσος 2,2 εκατ. ευρώ.

Από τον επιτόπιο έλεγχο στα γραφεία της FFSA αλλά και από την ανασκόπηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντοπίστηκαν έγγραφα που δημιουργούν εύλογες υπόνοιες ότι ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος και ο Γεώργιος Κουτσολιούτσος σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις είχαν εκτελέσει επιπλέον αγοραπωλησίες μετοχών της εταιρείας μέσω τρίτων. Σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρήθηκε ότι οι αγορές των μετοχών από τρίτους πραγματοποιήθηκαν σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την εκάστοτε χρηματιστηριακή αξία της μετοχής, ενώ σε μια από τις περιπτώσεις η αγορά των μετοχών φαίνεται ότι προήλθε από το προσωπικό χαρτοφυλάκιο του Δημήτρη Κουτσολιούτσου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση σημαντικών κερδών από τη μετέπειτα πώληση των ως άνω μετοχών που χρονικά φαίνεται να πραγματοποιείται μετά από τις ανακοινώσει των ενδιάμεσων αποτελεσμάτων της εταιρείας για το πρώτο τρίμηνο και το πρώτο εξάμηνο του 2009.

Επίσης από την έρευνα προκύπτει πως πατέρας και γιός είχαν υπό τον δικό τους έλεγχο και διενεργούσαν χρηματιστηριακές συναλλαγές με επενδυτικούς λογαριασμούς που τηρούνταν στο όνομα τρίτων. Στα γραφεία της FFSA εντοπίστηκαν αντίγραφα 21 καταθετηρίων εγγράφων στα οποία εμφαίνεται να κατατίθενται σε λογαριασμό χρηματιστηριακής 6,49 εκατ. ευρώ. Περαιτέρω έχουν εντοπιστεί παρόμοια έγγραφα για καταθέσεις σε χρηματιστηριακούς λογαριασμούς τους συνολικού ύψους 23,2 εκατ. ευρώ. Πέραν των παραπάνω έχουν εντοπιστεί έγγραφα που αποδεικνύουν πως πατέρας και γιος προέβησαν σε αγορά σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρείας μέσω των προσωπικών τους λογαριασμών στη Χρηματιστηριακή κατά το τελευταίο τετράμηνο του 2011, περίοδο όπου άρχισαν οι συζητήσεις για πιθανή εξαγορά των ΚΑΕ από τη Dufry. Το επενδυτικό κοινό ενημερώθηκε για την επικείμενη εξαγορά προς το τέλος του 2012.