Βήμα – βήμα και με μέτρο ο κρατικός δανεισμός το 2021

Του Τάσου Δασόπουλου 

Τη συνέχεια της καλής πορείας των ελληνικών ομολόγων και για το 2021 σχεδιάζει το ΥΠΟΙΚ, προγραμματίζοντας δανεισμό στα όρια της “ομπρέλας” της ΕΚΤ και λελογισμένη μείωση των ταμειακών διαθεσίμων, ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον των αγορών.

Παρότι στο τέλος του επόμενου χρόνου το χρέος θα παραμείνει κοντά στο 200% του ΑΕΠ, οι τεχνοκράτες που κάνουν τη διαχείριση του χρέους θέλουν να επαναλάβουν το φαινομενικά οξύμωρο: Η χώρα με το μεγαλύτερο αναλογικά χρέος της Ευρωζώνης να έχει από τα πιο περιζήτητα ομόλογα για τους ξένους θεσμικούς επενδυτές.

Η βάση είναι τα τρία χαρακτηριστικά που έκαναν ανάρπαστα τα ελληνικά ομόλογα από το τέλος του 2019.

1. Οι ελληνικοί ήταν οι μόνοι κρατικοί τίτλοι στην Ευρωζώνη που έδιναν ικανοποιητικές αποδόσεις, από μια χώρα η οποία μετά τη δεκαετή κρίση των Μνημονίων ήταν στη γραμμή της εκκίνησης για σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.

2. Το χρέος, παρότι υψηλό, ήταν ρυθμισμένο και με πολύ χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, που δεν ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση τουλάχιστον μέχρι και το 2032.

3. Υπήρχε −και υπάρχει ακόμη− ένα “μαξιλάρι” ρευστότητας, ύψους περίπου 36-37 δισ. ευρώ, που συνεχίζει να δίνει “σήμα” στις αγορές ότι η Ελλάδα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της ακόμα και για τρία χρόνια χωρίς να χρειαστεί να δανειστεί από τις αγορές.

Από τον Μάρτιο, η απόφαση της ΕΚΤ να ξεκινήσει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Pandemic Purchase Emergency Program) και να συμπεριλάβει κατ’ εξαίρεση και την Ελλάδα ήταν ο “από μηχανής θεός” που βοήθησε την αγορά ομολόγων να ξεπεράσει το παγκόσμιο σοκ της υγειονομικής κρίσης.

Πριν τον κορονοϊό, στο τέλος Φεβρουαρίου, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς βρισκόταν κάτω από το 1% (διαπραγματεύονταν με αποδόσεις 0,93-0,95%), μέχρι που ήρθε η πανδημία του κορονοϊού, όταν τη 18η Μαρτίου η απόδοσή του σκαρφάλωσε στο 3,75%, για να υποχωρήσει στη συνέχεια σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα. Το αποτέλεσμα για το 2020 ήταν η μέση απόδοση του 10ετούς να υποχωρήσει από το 2,58% το 2019 στο 1,31% το 2020, ενώ στο 5ετές η απόδοση από το 0,5% μειώθηκε στο 0,1%.

Τι θα γίνει το 2021

Οι δανειακές ανάγκες για τον επόμενο χρόνο φτάνουν τα 16,36 δισ. ευρώ. Από αυτά, θα καλυφθούν με εκδόσεις ομολόγων περίπου 12 δισ. και τα υπόλοιπα 4,3 δισ. από το “μαξιλάρι” ρευστότητας των 36 δισ. ευρώ.

“Οι εκδόσεις ομολόγων θα εξαρτηθούν από τη δυνατότητα απορρόφησης τίτλων από την ΕΚΤ”, τονίζουν οι αρμόδιες πηγές. Μετά την αύξηση του ποσού που θα είναι διαθέσιμο για αγορές από τα 1,35 στα 1,85 τρισ. ευρώ και με βάση τη σταθμισμένη ποσόστωση με την οποία αγοράζει ομόλογα η ΕΚΤ από την Ελλάδα, το “ταβάνι” των αγορών αυξάνεται κατά περίπου 12 δισ., από τα 33,3 δισ. στα 45,2 δισ. Μέχρι στιγμής η ΕΚΤ έχει αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα 16 δισ. Συνεπώς, μπορεί να αγοράσει άλλα 17,3 δισ. ευρώ.

Στην αγορά υπάρχουν σε κυκλοφορία περίπου 55 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα, από τα οποία τα 35 δισ. διακρατούν οι τράπεζες για να τα χρησιμοποιούν ως εγγυήσεις για τον δανεισμό τους από την ΕΚΤ. Τον επόμενο χρόνο οι εκδόσεις αναμένεται να κυμανθούν από τα 5 έως και τα 12 δισ., ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς, και θα απορροφηθούν από την Κεντρική Τράπεζα του ευρώ κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Οι αγορές της ΕΚΤ συγκρατούν την προσφορά στα ελληνικά ομόλογα για την αγορά αυξάνοντας τις τιμές και μειώνοντας τις αποδόσεις τους, όπως έγινε και φέτος.

Με αυτήν τη μέθοδο οι ελληνικοί τίτλοι γίνονται ακόμα πιο ελκυστικοί για υψηλής ποιότητας επενδυτές, καθώς όποιος εξασφαλίσει ένα μέρος κάποιας έκδοσης ελληνικών ομολόγων μπορεί να πουλήσει όποτε θέλει και σε υψηλή τιμή.

Γιατί θα σπάσουμε τον “κουμπαρά”

Η κάλυψη ενός υπολοίπου από 4 έως 6 δισ. για τις δανειακές ανάγκες της χώρας θα προέλθει από τον “κουμπαρά” των ρευστών διαθεσίμων, που χρηματοδοτεί αυτόν τον καιρό και τα μέτρα στήριξης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η επιλογή αυτή γίνεται κυρίως για να μην αυξηθεί περαιτέρω ο λόγος χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ως γνωστόν, στο σύνολο το περίφημο “μαξιλάρι” ρευστότητας απαρτίζεται από την τελευταία ενισχυμένη δόση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (τα 15,7 δισ. ευρώ), από το δάνειο των 76 δισ. ευρώ που πήρε η χώρα από το τρίτο Μνημόνιο, και τα υπόλοιπα είναι χρήματα από τις εκδόσεις ομολόγων που έχουν γίνει το 2019 και το 2020. Η σκέψη είναι να χρησιμοποιηθεί ένα μέρος αυτού του αποθέματος, που έχει ένα μέσο επιτόκιο πολύ χαμηλό και υπολογίζεται ήδη στο χρέος, αντί να βγούμε ξανά και να δανειστούμε από τις αγορές. Με την κίνηση αυτή τα ταμειακά διαθέσιμα στο τέλος του επόμενου χρόνου αναμένεται να περιοριστούν κοντά στα 30 δισ. ευρώ.