Άρειος Πάγος: Πώς επιβλήθηκε “σιωπητήριο” στην εισαγγελέα της ανάκρισης για την υπόθεση Novartis – Παπαγγελόπουλου

Με ζήτημα εντός της Δικαιοσύνης αλλά και του νομικού κόσμου της χώρας έχει αναχθεί η απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με την οποία αφαίρεσε το δικαίωμα στην εισαγγελέα να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον της ανακρίτριας Κωνσταντίνας Αλεβιζοπούλου, για την υπόθεση Novartis.

Το μέτρο αφορά πλέον (νομολογικά) όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς σε όλες τις υποθέσεις και αυτό προκαλεί νομικούς τριγμούς αφού θεωρείται από πολλούς ότι καθιστά “διακοσμητικό” τον εισαγγελέα στις ανακρίσεις.

Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου εκδόθηκε κατόπιν διαφωνίας της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Βασιλικής Θεοδώρου στο πλαίσιο της κατάθεση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου το περασμένο μήνα, σχετικά με τους χειρισμούς του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην υπόθεση της Novartis.

Εισαγγελέας: Απολύτως ασυμβίβαστη

Σύμφωνα με πληροφορίες η πλειοψηφία του Δικαστικού Συμβουλίου στο βούλευμα της αποφαίνεται ότι η εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες.

Τα δύο μέλη της μειοψηφίας όπως και στην εισήγηση της η εισαγγελική λειτουργός θεμελιώνουν την άποψη τους. Ειδικότερα,  η εισαγγελέας του Δικαστικού  Συμβουλίου  Βασιλική Θεοδώρου, της οποίας η άποψη ταυτίζεται με την μειοψηφία, στην  γραπτή πρότασή της επικαλείται τη νομολογία και 13 νομικούς συγγραφείς.

Ειδικότερα, στην πρόταση αυτή, επικαλείται το άρθρο 30 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το άρθρο 88 του Συντάγματος τάσσεται υπέρ της άποψης ότι έχει δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις  στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους μέσω της ανακρίτριας.

Παράλληλα, επισημαίνει  ότι “μια απλή και μόνο διακοσμητικού χαρακτήρα παρουσία του εισαγγελέα, κατά τη διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων, είναι απολύτως ασυμβίβαστη” με τις συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σύμφωνα με το νομοθέτη, υπογραμμίζει η εισαγγελική λειτουργός, η παράσταση του εισαγγελέα κατά την εξέταση μάρτυρα πρέπει να είναι “ενεργός και ουσιαστική στην αναζήτηση της αλήθειας και όχι απλά τυπική, ως οιονεί επόπτη  του ανακριτή ή απλού παρατηρητή”.

Καταλήγει η αντεισαγγελέας του  Αρείου Πάγου, ότι  “αν ο εισαγγελέας  στερηθεί του δικαιώματός του  για αυτοπρόσωπη και ενεργό συμμετοχή   στην ανακριτική διαδικασία προκαλείται απόλυτη ακυρότητα”.

Η πλειοψηφία

Η πλειοψηφία, (αρεοπαγίτης  Παρασκευή Καλαιτζή,  το μέλος και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας  (πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος  του ΣτΕ) Δημήτριος Σκαλτζούνης και το επίσης μέλος του συμβουλίου,  αρεοπαγίτης Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομηνού) αναφερόμενη μόνο στην διατύπωση της διάταξης του άρθρου 30 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατέληξε ότι ο εισαγγελέας “δεν δύναται να έχει ανάμειξη, όπως να υποβάλλει ερωτήσεις ή να κάνει υποδείξεις στον ανακριτή κατά τις ανακριτικές πράξεις”.

Το βούλευμα, καταλήγει ότι “η ανακύψασα διαφωνία πρέπει να αρθεί υπέρ της ανακρίτριας, η οποία είναι και η μόνη (θεσμικώς) αρμόδια για την επιτέλεση του ανακριτικού  έργου, αφού κατά την  πλειοψηφούσα άποψη ο εισαγγελέας κατά την διενέργεια των ανακριτικών πράξεων (απλώς) παρευρίσκεται (παρίσταται), αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει έστω και διευκρινιστικές ερωτήσεις απευθείας  ή μέσω του ανακριτή”.

Τέλος, το “δια ταύτα” του βουλεύματος αναφέρει ότι  κατά πλειοψηφία αποφαίνεται  ότι “ο παρευρισκόμενος (παριστάμενος) εισαγγελέας κατά την διενέργεια του ανακριτικού  έργου, όπως συγκεκριμένα  κατά την ανακριτική πράξη της εξέτασης μάρτυρα, δεν έχει τη δικονομική ευχέρεια, να υποβάλλει ερωτήσεις  σ΄ αυτόν, είτε ευθέως είτε δια μέσου του   ανακριτή ή σε κάθε περίπτωση  να ζητήσει μέσω του ανακριτή να παράσχει  ο  μάρτυρας διευκρινίσεις επί του περιεχομένου της κατάθεσής του”.

Η μειοψηφία

Η πλευρά της μειοψηφία (αρεοπαγίτης Όλγα Σχετάκη-Μπονάτου  και ο σύμβουλος Επικρατείας Βασίλειος Ανδρουλάκης), υποστήριξε, μεταξύ των άλλων,  ότι ο εισαγγελέας “μπορεί να υποβάλλει απλώς αιτήσεις ή προτάσεις, όπως π.χ. να υποβληθούν ορισμένες ερωτήσεις στον εξεταζόμενο μάρτυρα ή τον απολογούμενο κατηγορούμενο ή να ζητήσει να καταχωρηθούν στην σχετική έκθεση ορισμένες παρατηρήσεις”.