Ενα τηλεφώνημα από το υπερπέραν!

Η στενή φιλία ενός εφήβου με έναν ηλικιωμένο που πεθαίνει μοιάζει με μια τρυφερή ιστορία με μελαγχολικό τέλος. Και εν μέρει αυτό ακριβώς είναι η πρώτη από τις τέσσερις νουβέλες με την οποία ξεκινά ο τόμος «Μόνο αν μυρίζει αίμα», που φέρει τον τίτλο «Το τηλέφωνο του κυρίου Χάριγκαν».

Συγγραφέας και των τεσσάρων αφηγημάτων είναι ο μετρ Στίβεν Κινγκ.

Οι ανθρώπινες σχέσεις σε μικρές, «αγαπητικές» κοινότητες της αμερικανικής ενδοχώρας βρίσκονται συχνότατα στο επίκεντρο του πάντοτε ανήσυχου συγγραφέα της «Λάμψης», της «Κριστίν» και τόσων άλλων διάσημων έργων. Αλλά υπάρχει πάντοτε εδώ μια «στραβή». Τι γίνεται όταν ανοίγει μια ρωγμή στον ήρεμο, προβλέψιμο κόσμο μιας τέτοιας κοινότητας;

Στη συγκεκριμένη νουβέλα, το κινητό τηλέφωνο που κάνει δώρο ο έφηβος στον κύριο Χάριγκαν, και το οποίο τοποθετεί διακριτικά στο πέτο του σακακιού του μακαρίτη την ημέρα της κηδείας του, θα παίξει έναν ειδικό, αλλόκοτο ρόλο στην πλοκή της ιστορίας. Για να το θέσουμε αλλιώς: και αν μια στενή φιλία κατανικά τον θάνατο; Με τι τίμημα όμως;

Πάρτε μια μικρή γεύση από αυτή την πρώτη νουβέλα του τόμου «Μόνο αν μυρίζει αίμα», που θα κυκλοφορήσει στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Εφης Τσιρώνη.

Είναι η σκηνή όπου μετά το άγριο «μπούλινγκ» που υφίσταται ο νεαρός, νιώθει την απεγνωσμένη ανάγκη να τηλεφωνήσει στον νεκρό, ηλικιωμένο φίλο του, χωρίς να περιμένει απάντηση φυσικά. Κι ωστόσο…

Προδημοσίευση

Ανέβηκα στο δωμάτιό μου νιώθοντας καλά, η επίδραση του αναλγητικού όμως που μου είχε δώσει η κυρία Χάργκενσεν είχε αρχίσει να περνάει και, μέχρι να γδυθώ, η καλή διάθεσή μου είχε γίνει καπνός μαζί με την επίδραση. Ημουν σχεδόν σίγουρος ότι ο Κένι Γιάνκο δεν θα με ενοχλούσε ξανά, αλλά όχι απόλυτα. Κι αν οι φίλοι του άρχιζαν να του την μπαίνουν για το μαυρισμένο του μάτι; Να τον πειράζουν και να τον τσιγκλάνε; Ακόμα και να τον κοροϊδεύουν; Κι αν ο Κένι τσαντιζόταν κι αποφάσιζε να περάσει στον Δεύτερο Γύρο; Αν γινόταν αυτό, το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα προλάβαινα ούτε το χέρι μου να σηκώσω· στο κάτω κάτω, εκείνη την μπουνιά είχα καταφέρει να του τη χώσω επειδή τον έπιασα απροετοίμαστο. Ο Κένι θα μπορούσε να με στείλει στο νοσοκομείο ή και χειρότερα.

‘Επλυνα το πρόσωπό μου (πολύ προσεκτικά), βούρτσισα τα δόντια μου, έπεσα στο κρεβάτι, έσβησα το φως κι έπειτα απλώς έμεινα ξαπλωμένος εκεί να ξαναζώ στο μυαλό μου τα συμβάντα. Το σοκ που είχα πάθει όταν ο Κένι με βούτηξε από πίσω και μ’ έσυρε στον διάδρομο. Τις μπουνιές στο στέρνο. Τις μπουνιές στο στόμα. Να λέω στα πόδια μου να με κρατήσουν και τα πόδια μου να μου λένε «Α, όχι τώρα, ίσως αργότερα».
Στο σκοτάδι, το ενδεχόμενο ο Κένι να μην είχε τελειώσει μαζί μου άρχισε να μου φαίνεται όλο και πιο πιθανό. Ακόμα και λογικό, με τον τρόπο που πράγματα πολύ πιο τρελά απ’ αυτό φαίνονται λογικά όταν είσαι ολομόναχος στα μαύρα σκοτάδια.

Ξανάναψα λοιπόν το φως και τηλεφώνησα στον κύριο Χάριγκαν.

Φυσικά, δεν περίμενα ν’ ακούσω τη φωνή του, απλώς ήθελα να προσποιηθώ ότι του μιλούσα. Αυτό που περίμενα ήταν σιωπή ή ένα ηχογραφημένο μήνυμα να μου λέει ότι ο αριθμός που καλούσα είχε καταργηθεί. Είχα βάλει το κινητό του στην τσέπη του νεκρικού κουστουμιού του πριν από τρεις μήνες, κι εκείνα τα πρώτα iPhones είχαν μπαταρίες με ζωή μόλις 250 ωρών, ακόμα και σε κατάσταση αναμονής. Πράγμα που σήμαινε ότι το τηλέφωνο έπρεπε να είναι εξίσου πεθαμένο μ’ εκείνον.

Το τηλέφωνο όμως χτύπησε. Δεν είχε καμιά δουλειά να χτυπήσει, η πραγματικότητα ήταν ενάντια ακόμα και στην ιδέα, όμως κάτω από το έδαφος του Κοιμητηρίου Ελμ, τρία μίλια μακριά, η Τάμι Γουαϊνέτ τραγουδούσε το «Stand by your man».

Στα μισά του πέμπτου κουδουνίσματος η ελαφρώς βραχνή, γεροντική φωνή του ήχησε στ’ αυτί μου. Ο κύριος Χάριγκαν μίλησε όπως μιλούσε πάντα, μπαίνοντας κατευθείαν στο ζουμί, χωρίς καν να καλέσει τον συνομιλητή του ν’ αφήσει έναν αριθμό τηλεφώνου ή ένα μήνυμα. «Αυτή τη στιγμή δεν απαντώ στο τηλέφωνό μου. Αν κρίνω ότι υπάρχει λόγος, θα σας καλέσω εγώ».

Το μπιπ ακολούθησε, κι άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει. Δεν θυμάμαι να σκεφτόμουνα τις λέξεις· το στόμα μου φαινόταν να λειτουργεί με εντελώς δική του, ανεξάρτητη βούληση.

«Απόψε έφαγα ξύλο, κύριε Χάριγκαν. Μ’ έδειρε ένα άλλο παιδί, ένας γεροδεμένος βλάκας, ο Κένι Γιάνκο. Ηθελε να του γυαλίσω τα παπούτσια κι εγώ δεν το έκανα. Δεν τον κάρφωσα στους καθηγητές, γιατί σκέφτηκα ότι το πράγμα θα τελείωνε εκεί –προσπαθούσα, βλέπετε, να κάνω αυτό που μάλλον θα κάνατε κι εσείς–, αλλά ανησυχώ ακόμα. Μακάρι να μπορούσα να σας μιλήσω».

Σταμάτησα.

«Χαίρομαι που το τηλέφωνό σας δουλεύει ακόμα, αν και δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται αυτό».

Σταμάτησα ξανά.

«Μου λείπετε. Αντίο».

Τερμάτισα την κλήση. Κοίταξα στις Πρόσφατες, για να βεβαιωθώ ότι όντως είχα τηλεφωνήσει. Ο αριθμός του ήταν εκεί, μαζί με την ώρα.
– 11:02 μ.μ. Εκλεισα το τηλέφωνό μου και το ακούμπησα στο κομοδίνο. Μετά έσβησα το πορτατίφ κι αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Αυτό ήταν μια Παρασκευή βράδυ. Το επόμενο βράδυ, ή ίσως νωρίς το πρωί της Κυριακής, ο Κένι Γιάνκο πέθανε. Κρεμάστηκε, αν και αυτό θα το μάθαινα, όπως και όλες τις άλλες λεπτομέρειες, έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα.

Η νεκρολογία για τον Κένεθ Τζέιμς Γιάνκο δεν δημοσιεύτηκε στη Sun του Λιούιστον παρά την επόμενη Τρίτη, και το μόνο που έλεγε ήταν ότι «απεβίωσε αιφνιδίως, ως αποτέλεσμα τραγικού δυστυχήματος», το νέο όμως είχε ήδη διαδοθεί σ’ ολόκληρο το σχολείο από τη Δευτέρα και, βέβαια, οι φήμες οργίαζαν.

Σνιφάριζε κόλλα και είχε πεθάνει από εγκεφαλικό.

Καθάριζε μια από τις καραμπίνες του πατέρα του (φημολογούνταν ότι ο κύριος Γιάνκο είχε στο σπίτι του κανονικό οπλοστάσιο) και το όπλο εκπυρσοκρότησε.

‘Επαιζε ρώσικη ρουλέτα με ένα από τα πιστόλια του μπαμπάκα του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.

Μέθυσε, έπεσε απ’ τη σκάλα κι έσπασε τον αυχένα του.

Καμία από αυτές τις ιστορίες δεν αλήθευε.