Με βέβαιο νικητή την πόλωση η αναμέτρηση Τραμπ-Μπάιντεν

Του Κώστα Ράπτη

Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Και ο νοικοκύρης στην περίπτωσή μας ενδέχεται να είναι… Κινέζος, όπως ταιριάζει σε μία εποχή σημαδεμένη από τον σινο-αμερικανικό εμπορικό, αλλά και γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να σκέφτηκαν οι συντάκτες των New York Times, οι οποίοι, αντί άλλου δείκτη ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της ερχόμενης Τρίτης, σκέφτηκαν να απευθυνθούν στους κατασκευαστές αμερικανικών προεκλογικών αναμνηστικών (t-shirt, καπέλων του μπέιζμπολ με τα διακριτικά και τα συνθήματα κομμάτων και υποψηφίων κ.ο.κ.), που βεβαίως κατασκευάζονται στην Κίνα. Η ετυμηγορία τους ήταν ομόφωνη: η ζήτηση για “γκάτζετ” υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη υπέρ του αντιπάλου του, Τζο Μπάιντεν. Οι ίδιοι, άλλωστε, είχαν προβλέψει με το… αλάνθαστο κριτήριό τους και τη νίκη του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου το 2016.

Φυσικά, η γλώσσα των αριθμών, όπως την χρησιμοποιούν οι δημοσκόποι, αποτυπώνει ένα τελείως διαφορετικό αφήγημα – με βάση το οποίο ο εκλεκτός των Δημοκρατικών έχει εξασφαλισμένη τη νίκη. Να αποτελούν άραγε τα “γκάτζετ” ασφαλέστερη μονάδα μέτρησης;

Η στροφή των αναποφάσιστων

Ούτως ή άλλως, η αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου, μία από τις κρισιμότερες που έχουν γνωρίσει οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση ο πλανήτης, αποτελεί θρίλερ για γερά στομάχια – αρκεί και μόνο αν σταθεί κανείς στο γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα πιθανότατα θα κριθεί, με βάση τις ιδιομορφίες του αμερικανικού συστήματος, από οριακές διαφορές ψήφων σε έναν περιορισμένο αριθμό πολιτειών, όπως ακριβώς συνέβη το 2016, οπότε, πέρα από κάθε πρόβλεψη, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέκτησε το Εκλεκτορικό Κολλέγιο, αν και υπολειπόταν αθροιστικά στην λαϊκή ψήφο.

Το στρατόπεδο των Δημοκρατικών δηλώνει βέβαιο ότι η “έκπληξη” δεν θα επαναληφθεί, καθώς είναι ακριβώς οι πολιτείες-κλειδιά του 2016 στις οποίες ο Μπάιντεν εμφανίζεται να διαθέτει φέτος λίγο ως πολύ ασφαλές προβάδισμα.

Μάλιστα σε τρεις από αυτές, ο άλλοτε αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα φέρεται να έχει ξεπεράσει το 50% στην πρόθεση ψήφου, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση του Elections Research Centre του Πανεπιστημίου του Μάντισον, με βάση τις δηλώσεις όσων θεωρούν βέβαιο ότι θα προσέλθουν στην κάλπη. Στο Μίσιγκαν προηγείται με 52% έναντι 42% του Τραμπ, ενώ το 5% των ψηφοφόρων παραμένουν αναποφάσιστοι. Πρόκειται για πολιτεία στην οποία τον Σεπτέμβριο η διαφορά των δύο μονομάχων περιοριζόταν στις 6 μονάδες.

Στο Ουισκόνσιν το προβάδισμα του Μπάιντεν διευρύνθηκε από τις τέσσερις μονάδες τον Σεπτέμβριο στις 9 τώρα, με 53% έναντι 33% και 4% αναποφάσιστους.

Η πολιτεία με τις στενότερες διάφορες είναι η Πενσιλβάνια όπου ο Μπάιντεν καταγράφει ποσοστό 52% και ο Τραμπ 44% με μόλις 3% αναποφάσιστους.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο εκλεκτός των Δημοκρατικών σημείωσε τον τελευταίο μήνα σημαντικά κέρδη μεταξύ όσων είσαι αναποφάσιστοι και όσων το 2016 επέλεξαν τρίτο κόμμα ή απείχαν. Για την ακρίβεια, ο συσχετισμός μεταξύ των πρώτων είναι 54% έναντι 25% υπέρ του Μπάιντεν για τους ψηφοφόρους τρίτου κόμματος το 2016 και 64% έναντι 29% για όσους απείχαν.

Η μάχη “πόρτα-πόρτα”

Ωστόσο, σύμφωνα με τους πιο προσεκτικούς παρατηρητές, ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί κάποια κρυφά πλεονεκτήματα.

Το πρώτο είναι ότι η προεκλογική του εκστρατεία δίνει μεγάλη έμφαση στη δουλειά “πόρτα-πόρτα”, ενώ αντίθετα η καμπάνια Μπάιντεν έχει φανεί μάλλον υποτονική σε αυτό τον τομέα για τον φόβο της πανδημίας. Σύμφωνα με πήγες της καμπάνιας Τραμπ μόνο μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου οι εθελοντές της χτύπησαν την πόρτα 500 χιλιάδων νοικοκυριών σε κρίσιμες πολιτείες.

Ένα άλλο κρυφό χαρτί υπέρ του νυν προέδρου αφορά τις προτιμήσεις του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Ο Τραμπ φλερτάρει τη “μαύρη ψήφο” κατά τρόπο ασυνήθιστο για Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο: πολλά προεκλογικά μηνύματα έχουν καταχωρηθεί σε ραδιοσταθμούς που απευθύνονται κατεξοχήν σε Αφροαμερικανούς, ενώ στο ρεπουμπλικανικό συνέδριο υπήρξε μέριμνα ώστε να λάβουν τον λόγο αρκετοί υψηλού προφίλ εκπρόσωποι της αφροαμερικανικής κοινότητας. Προφανώς το επιτελείο Τραμπ δεν ξεχνά ότι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον το 2016 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ενθουσιασμού των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων για την υποψηφιότητά της, μετά το τέλος της εποχής Ομπάμα. Η αποχή αυτών των εκλογέων σε συγκεκριμένες πολιτείες υπήρξε καθοριστική. Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων είχε αποσπάσει τότε μόλις το 8% της “μαύρης ψήφου”, ποσοστό τόσο χαμηλό, ώστε αυτή τη φορά να μην μπορεί παρά να διορθωθεί προς τα πάνω. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα FiveThirtyEight, ενώ οι γηραιότεροι Αφροαμερικανοί παραμένουν πιστοί στο Δημοκρατικό κόμμα, η υποστήριξη προς τον Τραμπ έχει ενισχυθεί στις ηλικίες μεταξύ 18 και 44 ετών από το 10% το 2016 στο 21% φέτος.

Αντίστοιχα μεταξύ των ισπανόφωνων η καμπάνια Τραμπ ευελπιστεί να καταγράψει κέρδη, μολονότι ασφαλώς δεν μπορεί να περιμένει ότι θα αποσπάσει την πλειοψηφία. Ήδη πάντως το 28% της ισπανόφωνης ψήφου υπέρ του Τραμπ το 2016 αποτελούσε βελτίωση σε σχέση με τις επιδόσεις του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Μιτ Ρόμνι το 2012. Μάλιστα ειδικά στη Φλόριντα ορισμένες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον Τραμπ να εξασφαλίζει αυτή τη φορά μία μικρή μειοψηφία, ενδεχομένως διότι οι Κουβανο-Αμερικανοί δεν ενθουσιάζονται με ό,τι εκλαμβάνουν ως αριστερή προγραμματική στροφή των Δημοκρατικών, υπό το βάρος των υποστηρικτών του Μπέρνι Σάντερς.

Η “βουβή” προτίμηση

Μία άλλη εκδοχή που προβάλλουν υποστηρικτές του νυν προέδρου είναι ότι η πρόθεση ψήφου υπέρ του Τραμπ παραμένει σε μεγάλο ποσοστό “βουβή”, διότι αντιμετωπίζει πρόβλημα κοινωνικής αποδοχής και άρα αποκρύπτεται από τους ερωτώμενους στις δημοσκοπήσεις. Αυτό ενδεχομένως και το γιατί στο ερώτημα της παράστασης νίκης ο Τραμπ εξακολουθεί να προηγείται ενώ σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου μοιάζει να ηττάται πανηγυρικά. Δεν είναι άσχετο με αυτά και το γεγονός ότι η νίκη του 2016 εξασφαλίστηκε χάρη στην αυξημένη προσέλευση των ψηφοφόρων στις λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές των κρίσιμων πολιτειών, οι οποίες δεν καλύπτονται επαρκώς από τους δημοσκόπους.

Στην αναμέτρηση των αντίπαλων κομματικών μηχανισμών οι Ρεπουμπλικάνοι διατηρούν επίσης ένα πλεονέκτημα, αν κρίνουμε από τους αριθμούς εγγραφής νέων ψηφοφόρων. Μάλιστα σε κρίσιμες πολιτείες, όπως η Φλόριντα και η Πενσιλβάνια, αντέστρεψαν την εικόνα που επικρατούσε το 2016 όταν στις τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημέρα της κάλπης οι Δημοκρατικοί προσέθεταν στους εκλογικούς καταλόγους πολύ μεγαλύτερο αριθμό νέων ψηφοφόρων από τους αντιπάλους τους.

Με αυτή την έννοια, ακόμη και η άποψη που θέλει την πρόωρη ψήφο (επιστολική ή διά ζώσης) να ευνοεί τους Δημοκρατικούς θα πρέπει να σχετικοποιηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα υψηλότερα ποσοστά της καταγράφονται παραδόξως στον αμερικανικό Νότο.

Οι επιλογές της ελίτ και οι επιλογές των ψηφοφόρων

Σε κάθε περίπτωση, η επικείμενη (ή μάλλον, ήδη εξελισσόμενη, αν λάβουμε υπόψη μας την πρόωρη ψήφο) εκλογική μάχη στις ΗΠΑ αποτελεί το πεδίο όπου για άλλη μία φορά θα αναμετρηθούν οι δύο “ψυχές” μιας χώρας όλο και πιο διχασμένης.

Η αντιπαράθεση δεν έχει βέβαια τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής επιλογής μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών σε παλαιότερες εποχές. Και αυτό γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μεταμορφώσει το κόμμα του καθ’ ομοίωσή του, στρέφοντας σημαντικό αριθμό άλλοτε προβεβλημένων στελεχών, αλλά και ψηφοφόρων, στο στρατόπεδο των αντιπάλων.

Στο επίπεδο των ελίτ η συστράτευση υπέρ του Μπάιντεν είναι πρωτοφανής, αν αναλογισθούμε τον “ακτιβισμό” που επέδειξαν όλη την προηγούμενη τετραετία οι υπηρεσίες του “βαθέος κράτους”, η Σίλικον Βάλεϊ (με την εξαίρεση της Facebook), το Χόλιγουντ και ο ακαδημαϊκός χώρος. Από αυτή την άποψη ο Τραμπ μπορεί να ελπίζει μόνο στη στήριξη του κλάδου των υδρογονανθράκων και στην ευμενή ουδετερότητα της ιδιαίτερα ευνοημένης από τον ίδιο Γουόλ Στριτ.

Οι βασικές διαιρέσεις

Σε επίπεδο λαϊκής βάσης ο διχασμός ακολουθεί διαχωριστικές γραμμές οι οποίες, μακράν του να αποτελούν “αμερικανική ιδιαιτερότητα”, αποδεικνύονται τα τελευταία χρόνια καθοριστικές σε οποιαδήποτε εκλογική μάχη διεξάγεται σε δημοκρατίες της Δύσης.

Η πρώτη είναι αυτή μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων (των παραλίων, αλλά όχι μόνο), που στηρίζουν με όλο και μεγαλύτερη επιμονή τους Δημοκρατικούς, και της rural America η οποία και εξασφάλισε στον Τραμπ την πολιτική ανάδειξή του.

Η δεύτερη διαχωριστική γραμμή αντιπαραθέτει όσους κατέχουν ακαδημαϊκό τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς όσους περιορίστηκαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι πρώτοι, ακόμη και αν δεν καταγράφουν ανοδική κοινωνική κινητικότητα, τείνουν να συμμερίζονται τις αξίες των ελίτ και οπωσδήποτε να κινούνται στη σφαίρα του πολιτισμικού “πλουραλισμού”. Οι δεύτεροι, που γνωρίζουν αναμφίβολα καθοδική κοινωνική κινητικότητα, διαπνέονται από αισθήματα αντισυστημικής οργής τα οποία εκφράζουν με την επίκληση παραδοσιακών ταυτοτικών προσδιορισμών.

Μια τρίτη διαχωριστική γραμμή, ιδιαίτερα έντονη στην Αμερική, είναι η έμφυλη. Η γυναικεία ψήφος αποτελεί το πιο αδύνατο σημείο του Ντόναλντ Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των λευκών γυναικών, η πλειοψηφία των οποίων τον είχε προτιμήσει το 2016 (όπως και είχε προτιμήσει τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο σε κάθε αναμέτρηση από το 1972 και εξής, με την εξαίρεση της επανεκλογής του Μπιλ Κλίντον το 1996). Τώρα ο Μπάιντεν φέρεται να αποσπά το 54% της ψήφου των λευκών γυναικών, έναντι 45% για τον Τραμπ.

Ο συσχετισμός αυτός δεν είναι διόλου άσχετος με την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, που πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες από εργασιακή άποψη. Μόνο τον Σεπτέμβριο, εποχή επαναλειτουργίας των σχολείων, 617.000 γυναίκες εγκατέλειψαν το εργατικό δυναμικό, με τις μισές να προέρχονται από τις άκρως παραγωγικές ηλικίες μεταξύ 35 και 44 ετών. Σε μία κοινωνία, όπου το 40% των νοικοκυριών με παιδιά έχει τη μητέρα ως κύρια ή αποκλειστική πηγή εισοδήματος, οι επιπτώσεις είναι προφανείς.

Το “μαθηματικό πρόβλημα” των Ρεπουμπλικάνων

Με όρους περισσότερο τεχνικούς, οι εκλογές της ερχόμενης Τρίτης αποτελούν την αντιπαράθεση ενός υποψήφιου ο οποίος διαθέτει ευρύτερες κοινωνικές “δεξαμενές” προς συσπείρωση (Μπάιντεν) με έναν υποψήφιο ο οποίος στηρίζεται σε έναν περισσότερο κινητοποιημένο μηχανισμό (Τραμπ). Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα αντιμετωπίζει μεσοπρόθεσμα ένα σημαντικό “μαθηματικό πρόβλημα”, όπως το έθεσε ο Ελληνοαμερικανός, άλλοτε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Ράινς Πρίμπους: δεν μπορεί να παραμείνει δύναμη εξουσίας αν περιοριστεί σε κόμμα των λευκών ανδρών της υπαίθρου, συνασπίζοντας εναντίον του όλες τις άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Το ότι η ιδιομορφία του συστήματος της έμμεσης εκλογής του προέδρου από Εκλεκτορικό Κολλέγιο στρεβλώνει τους εκλογικούς συσχετισμούς, ευνοώντας τη “βαθιά Αμερική”, δεν θα επιλύει επί μακρόν το πρόβλημα της αντιπροσωπευτικότητας και της πολιτικής νομιμοποίησης, όπως δείχνουν και οι αντιστάσεις στον Τραμπ όλη την προηγούμενη τετραετία. Ακριβέστερα, δεν θα επιλύει ούτε καν το ζήτημα της εκλογικής επικράτησης, όπως δείχνει το γεγονός ότι λόγω δημογραφικών αλλαγών, πολιτείες παραδοσιακά ρεπουμπλικανικές, όπως το Τέξας και η Βόρειος Καρολίνα, θεωρούνται πλέον “ταλαντευόμενες”.

Οι μετέωρες εξαγγελίες

Βραχυπρόθεσμα, πάντως, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν μία (τελευταία;) ευκαιρία να ξαναστείλουν τον εκλεκτό τους στον Λευκό Οίκο, αν κρατήσουν τον έλεγχο πολιτειών όπως η Φλόριντα ή το Οχάιο και η Πενσιλβάνια. Συμβαίνει, ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ να έρχεται αντιμέτωπος, ακριβώς στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες που του χάρισαν τη νίκη το 2016, με τη μη εκπλήρωση των εξαγγελιών του για αναζωογόνηση της αμερικανικής παραγωγικής βάσης και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Πρόκειται για μειονέκτημα ίσως βαθύτερο από αυτά που προέκυψαν με την πανδημία του κορονοϊού, όπου μεγάλο μέρος της άστοχης διαχείρισης χρεώνεται σε δημοτικές και πολιτειακές αρχές ελεγχόμενες από τους Δημοκρατικούς, ενώ το “θετικό” μήνυμα του Τραμπ για επικείμενο τερματισμό της περιπέτειας, μέσω της κυκλοφορίας εμβολίου, και για την αναγκαιότητα “ανοίγματος” της οικονομίας εναρμονίζεται περισσότερο με τα αμερικανικά ήθη.

Άλλωστε, ο αγώνας της ηγεσίας των Δημοκρατικών όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξε “διμέτωπος”: αφενός απέναντι στον Τραμπ και αφετέρου απέναντι στην εσωτερική πρόκληση που αντιπροσώπευε το αριστερόστροφο κίνημα υπέρ της υποψηφιότητας του Μπέρνι Σάντερς.

Το να προεξοφλείται ότι οι οπαδοί του τελευταίου θα προσέλθουν ούτως ή άλλως στις κάλπες, για να αντικαταστήσουν τον Τραμπ με τον άχρωμο Μπάιντεν, ενέχει ένα στοιχείο ρίσκου. Όμως οι πραγματικές κομματικές προτεραιότητες δεν έμειναν κρυφές: διότι το Δημοκρατικό Κόμμα όπως το ξέρουμε μπορεί να υπάρξει και χωρίς έλεγχο του Λευκού Οίκου την επόμενη τετραετία, ενώ η “άλωσή” του από νέους παίκτες αποτελεί “υπαρξιακή απειλή”.