Πώς “βαθμολογούν” οι αγορές την ελληνοτουρκική κρίση

Οι γεωπολιτικές προκλήσεις της Τουρκίας δεν αποτελούν ένα νέο “φαινόμενο” για τις αγορές και τους επενδυτές. Ωστόσο, το σκηνικό των εντάσεων που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την πολιτική του Ερντογάν έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των assets των δύο χώρων και τη στάση των επενδυτών απέναντι σε αυτά. Αν ψάξει κανείς να βρει τον… χαμένο και τον νικητή σε ό,τι αφορά τις αγορές των δύο χωρών, η απάντηση, αν και δεν είναι ευθεία, είναι ωστόσο εύκολη.

Η Ελλάδα αποτελεί μέλος της Ευρωζώνης, μοιράζεται ένα κοινό νόμισμα, τα ομόλογά της απολαμβάνουν αυτό το διάστημα πολλά οφέλη και τη σημαντική στήριξη των ευρωπαϊκών Αρχών, ενώ το Ελληνικό Χρηματιστήριο, αν και αποτελεί αναδυόμενη αγορά, όπως και η Τουρκία, είναι ξεχωριστή περίπτωση, ακριβώς λόγω του ευρώ. Από την άλλη, η Τουρκία έχει το δικό της νόμισμα και οι επενδυτές αξιολογούν την εγχώρια πολιτική όταν κοιτούν τα assets της.

Πάντως, από τα μέσα Ιουλίου περίπου έχει προστεθεί στα ραντάρ των επενδυτών που παρακολουθούν την Ελλάδα ο παράγοντας “γεωπολιτικός κίνδυνος”, λόγω των εντάσεων με την Τουρκία. Αυτός ο παράγοντας δεν βρισκόταν φέτος στη λίστα των funds για τους πιθανούς κινδύνους στο Χρηματιστήριο Αθηνών και τα ελληνικά ομόλογα και, έτσι, “αναγκάστηκαν” να τον προσαρμόσουν στις στρατηγικές τους. Το γεωπολιτικό ρίσκο, από την άλλη μεριά, δεν είναι κάτι “καινούργιο” σε ό,τι αφορά τα τουρκικά assets, με το χαρακτηριστικό της αποσταθεροποίησης λόγω πολιτικών ή οικονομικών εξελίξεων συνήθως να “ακολουθεί” την Τουρκία.

Τα μπρος-πίσω της Τουρκίας, και το σκωτσέζικο ντους στο οποίο ωθεί τους επενδυτές, αφήνουν ένα σκηνικό αβεβαιότητας. Είναι σαφές πως οι εξελίξεις και οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών εδώ και περίπου τρεις μήνες επηρεάζουν τη στάση των επενδυτών. Απόδειξη η πρόσφατη ανάφλεξη των τουρκικών εντάσεων την περασμένη εβδομάδα. Ενώ η πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου ήταν θετική για το Χ.Α., λόγω και της υποχώρησης των προκλήσεων του προηγούμενου διαστήματος και των ενδείξεων για λύση μέσω διαλόγου, η επιστροφή του παραλογισμού του Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο οδήγησε την εβδομάδα που πέρασε σε ισχυρές πιέσεις στο ταμπλό της Λεωφόρου Αθηνών, το οποίο ήδη ταλανίζεται εδώ και καιρό από την ανυπαρξία του τζίρου, ενώ οι ανησυχίες για την εξέλιξη της πανδημίας κρατούν επίσης τους επενδυτές “νευρικούς”.

Τι ανησυχεί τους επενδυτές

Αν κοιτάξει κανείς τη συνολική εικόνα, από τα μέσα Ιουλίου, που ουσιαστικά ξεκίνησαν οι τρέχουσες εντάσεις, ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε στις 620 μονάδες την περασμένη εβδομάδα, με κάποια διαλείμματα ανοδικού ξεσπάσματος τα οποία αποδείχθηκαν εφήμερα. Η τάση συσσώρευσης, επομένως, που τηρεί η αγορά από τον Μάιο δεν διαταράχθηκε ιδιαίτερα λόγω της Τουρκίας.

Ωστόσο, το σίγουρο είναι πως τα διεθνή χαρτοφυλάκια βλέπουν διαφορετικά και με πιο προσεκτική στάση την Ελλάδα τώρα σε σχέση με πριν τον Ιούλιο. Αυτό μεταφράζεται στην άρνησή τους να αυξήσουν την έκθεσή τους στις ελληνικές μετοχές. Με λίγα λόγια, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως οι τουρκικές προκλήσεις δεν οδήγησαν σε κάποια φυγή από τα ελληνικά assets, ωστόσο ενέτειναν την αποστροφή των επενδυτών από το Χ.Α.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο Capital.gr παράγοντας της αγοράς, “για την Ελλάδα ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου είναι αυτό που απασχολεί περισσότερο τους επενδυτές. Αυτός ο παράγοντας, αν και δεν έχει τρέψει σε φυγή τα funds από το Χ.Α., ωστόσο έχει οδηγήσει σε στάση αναμονής, καθώς αποφεύγουν να αυξήσουν την έκθεσή τους, κάτι που εξηγεί τους πολύ χαμηλούς τζίρους που σημειώνονται το τελευταίο διάστημα αλλά και την τάση συσσώρευσης του Γενικού Δείκτη γύρω από τις 640 μονάδες”.

Έτσι, οι προκλήσεις της Τουρκίας ακυρώνουν τα σενάρια για συναλλακτική αναβάθμιση και αναρρίχηση του Γ.Δ. προς τις 660 μονάδες, υπερβαίνοντας το πολύμηνο σκηνικό συσσώρευσης, όπως επισημαίνει και η Κύκλος Χρηματιστηριακή. Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί φοβική στάση στους επενδυτές σε ό,τι αφορά τα ελληνικά assets, οι οποίοι επιλέγουν να απέχουν μέχρι να εξομαλυνθεί η κατάσταση, κατά τους αναλυτές. Εάν δεν υπήρχαν οι προκλήσεις, τότε τα πράγματα ίσως και να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά για το Χ.Α.

Αποχή των ξένων funds

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Τουρκία, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, σε ό,τι αφορά το χρηματιστήριο. Ο δείκτης BIST του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης κινείται σήμερα μόλις 50 μονάδες υψηλότερα από τα επίπεδα του Ιουλίου, παρά τη βουτιά που είχε σημειώσει τον Αύγουστο. Η εξήγηση είναι πως το Τουρκικό Χρηματιστήριο κυριαρχείται από εγχώριους επενδυτές και όχι ξένους.

Οι αναλυτές εξηγούν πως ήδη οι ξένοι επενδυτές απέχουν από τις τουρκικές μετοχές, οπότε οι εξελίξεις με την Ελλάδα δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο. Όπως σημειώνει η Oxford Economics, έως τώρα οι γεωπολιτικές εντάσεις και η πιθανότητα κυρώσεων στην Τουρκία δεν είχαν σημαντική επίδραση στις τιμές των τουρκικών μετοχών και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εδώ και καιρό οι τουρκικές μετοχές δεν ήταν στη λίστα των… αγαπημένων των επενδυτών των αναδυόμενων αγορών.

Ωστόσο, η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι τα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία είναι ευαίσθητα στον κίνδυνο κυρώσεων, ειδικά από την Ευρώπη, δεδομένου ότι υπάρχει στενή εμπορική και οικονομική σχέση με την περιοχή. Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι όποιες πιθανές κυρώσεις αναμένεται πως σε πρώτη φάση θα στοχεύσουν σε άτομα, με τις κυρώσεις που μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στην οικονομία ενδεχομένως να εισαχθούν αργότερα. Όπως και να έχει, αυτή η εξέλιξη θα έβλαπτε την ελκυστικότητα της Τουρκίας ως επενδυτικού προορισμού.

Τι δείχνουν τα ομόλογα

Κοιτώντας την αγορά ομολόγων των δύο χωρών, το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Οι γεωπολιτικές εντάσεις ούτε που… ακούμπησαν τους ελληνικούς τίτλους, οι οποίοι διαπραγματεύονται σε ιστορικά χαμηλές αποδόσεις και spreads.

Από το 1,26% που ήταν η απόδοση του ελληνικού 10ετούς στα μέσα Ιουλίου, πλέον έχει υποχωρήσει κάτω του 0,8%, ενώ τον Σεπτέμβριο το ελληνικό Δημόσιο βγήκε για τέταρτη φορά φέτος στις αγορές, με τη ζήτηση των επενδυτών να είναι εντυπωσιακή. H Τουρκία δεν έχει επηρεάσει τους επενδυτές των ελληνικών ομολόγων, καθώς γνωρίζουν πως τα assets αυτά απολαμβάνουν την απόλυτη και τεράστια στήριξη της ΕΚΤ και του προγράμματος PEPP. Παράλληλα, η Ελλάδα διαθέτει ένα μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, το οποίο διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα χρηματοδότησης, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης στέλνει ισχυρό σήμα στους επενδυτές για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας προσεχώς.

Τα τουρκικά ομόλογα, ωστόσο, δεν έχουν την ομπρέλα ούτε της ΕΚΤ ούτε του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι αποδόσεις τους κινούνται στο 14%, από 12% τον Ιούλιο, με τη φυγή των επενδυτών και την πίεση στο κόστος δανεισμού της Τουρκίας να αναμένεται να συνεχιστούν. Η Τουρκία δεν έχει επίσης τη σταθερότητα ενός κοινού νομίσματος, με τη λίρα να έχει πραγματοποιήσει από τον Ιούλιο βουτιά της τάξης του 14%, ενώ από τις αρχές του έτους έχει χάσει το 25% της αξίας της. Αυτό οφείλεται τόσο στις γεωπολιτικές εντάσεις όσο και στη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της χώρας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η διστακτικότητα των επενδυτών έχει αποτυπωθεί, συνεπώς, στον τζίρο του Χ.Α. και δεν έχει “ακουμπήσει” τα ομόλογα, αλλά στην περίπτωση της Τουρκίας οι όποιες επιπτώσεις αντανακλώνται κυρίως στο νόμισμά της, καθώς και στα ομόλογα, στα οποία διατηρούνται οι πιέσεις.

Η λίρα, λοιπόν, είναι για την Τουρκία ο “καθρέφτης” της αντίληψης που έχουν οι ξένοι επενδυτές για την οικονομία της, καθώς και για τις επιπτώσεις των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων που προκαλεί ο Ερντογάν. Η πιθανότητα κυρώσεων λόγω της προκλητικότητας είναι αυτή που ουσιαστικά τροφοδοτεί τις ανησυχίες των επενδυτών, τη στιγμή που ήδη και χωρίς τον παράγοντα “ελληνοτουρκικές σχέσεις” οι φόβοι των επενδυτών ήταν έντονοι. Υπενθυμίζεται πως τον Μάιο η οικονομική υποστήριξη από το Κατάρ έσωσε την Τουρκία από το χείλος μιας νέας νομισματικής κρίσης, ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπάθησαν να μειώσουν την πίεση στη λίρα μέσω της συμπίεσης των εισαγωγών, καθώς και με ήπια capital controls.

Αυτή η βοήθεια δεν ήταν αρκετή, καθώς από τις αρχές Ιουλίου η οικονομία και το νόμισμα της χώρας επέστρεψαν στη… βύθιση λόγω και του σοκ που είχε ήδη προκαλέσει η κρίση από την πανδημία αλλά και της οικονομικής και… νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί ο Ερντογάν, με τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας να είναι στο ναδίρ, τον πληθωρισμό να έχει εκτοξευθεί σε διψήφια επίπεδα, ενώ τα μεγάλα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη της Τουρκίας (22% του ΑΕΠ) διατηρούν την οικονομία εκτεθειμένη σε πολύ δύσκολες συνθήκες εξωτερικής χρηματοδότησης.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για τη λίρα

Οι επενδυτές έχουν πολλούς άλλους λόγους να μείνουν μακριά από την Τουρκία, ωστόσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν επίσης παίξει ρόλο στη στάση τους, με τους αναλυτές να προβλέπουν περαιτέρω καθίζηση της λίρας.

Όπως επισημαίνει η Societe Generale, οι εντάσεις με την Ελλάδα και η προοπτική κυρώσεων ενισχύουν τις ήδη αβέβαιες προοπτικές για την τουρκική λίρα. Το γεωπολιτικό μέτωπο, όπως τονίζει, αποτελεί έναν βασικό κίνδυνο για το νόμισμα της χώρας και για αυτόν τον λόγο προχώρησε σε υποβάθμιση των προοπτικών για την τουρκική λίρα. Πλέον εκτιμά πως στο τέλος του δ’ τριμήνου του 2020 η ισοτιμία με το δολάριο θα έχει εκτοξευθεί στο 8,20, ενώ στο α’ τρίμηνο του 2021 θα κινηθεί στο επίπεδο του 8,10. Παράλληλα, ολόκληρο το 2021 η λίρα θα κινείται σε ιδιαίτερα αποδυναμωμένα επίπεδα, και στο 8,00 έναντι του δολαρίου στο β’ τρίμηνο και στο 7,90 στο γ’ τρίμηνο. Παράλληλα, αναμένεται ότι οι αποδόσεις των τουρκικών ομολόγων θα παραμείνουν αυξημένες στο επόμενο 12μηνο, αντανακλώντας τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία του Ερντογάν, καθώς και το “απαγορευτικό” σήμα προς τους επενδυτές που στέλνουν οι συνεχείς προκλήσεις στις οποίες προχωρά.

Η Capital Economics προειδοποίησε πρόσφατα πως η Τουρκία είναι αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας νέας νομισματικής κρίσης, όχι μόνο λόγω του σοκ της COVID-19, αλλά κυρίως λόγω της επιδείνωσης των σχέσεών της με την Ε.Ε., ενώ τόνισε πως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει γίνει ο Νο 1 κίνδυνος για τους επενδυτές και ένα μικρό περαιτέρω στραβοπάτημα του Ερντογάν μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση στα τουρκικά assets, κυρίως την τουρκική λίρα και τα ομόλογα, καθώς και τον τραπεζικό κλάδο.

Στο χειρότερο σενάριο, η εμπειρία του 2018 δείχνει ότι η λίρα θα μπορούσε να υποστεί ημερήσιες βουτιές έως και 10%-12% έναντι του δολαρίου, με τα spreads των τουρκικών ομολόγων να εκτοξεύονται στα ύψη. Παρά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, η στάση της ωστόσο δεν πείθει τους επενδυτές, όπως σημείωσε. Για να πείσει τους επενδυτές ότι είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τον υψηλό πληθωρισμό, η C.E. πιστεύει ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια τους επόμενους μήνες και στη συνέχεια να τα διατηρήσει θετικά σε πραγματικούς όρους για παρατεταμένη περίοδο. “Δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό θα συμβεί, δεδομένης της προηγούμενης εμπειρίας”. Έτσι, διατηρεί την πρόβλεψή της για την τουρκική λίρα, βλέποντας περαιτέρω ισχυρή πτώση στο 9,25 έναντι του δολαρίου έως τα τέλη του 2021.

“Η Τουρκία μετατρέπεται σε Αργεντινή”

Οι διαχειριστές κεφαλαίων αποφεύγουν ούτως ή άλλως την Τουρκία, υπολογίζοντας ότι τα πράγματα θα επιδεινωθούν κι άλλο. “Η Τουρκία μετατρέπεται σε Αργεντινή”, σημειώνει ο Jan Dehn, επικεφαλής έρευνας αναδυόμενων αγορών στην Ashmore Group. “Ο κύριος παράγοντας είναι η πλήρης έλλειψη κατανόησης των μακροοικονομικών θεμάτων από τον Ερντογάν”. Ο Ερντογάν, όπως τονίζει, φλερτάρει τη σύγκρουση με τον μεγαλύτερο πελάτη και επενδυτή του, την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις προκλήσεις που συνεχίζει απέναντι στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, οι κυρώσεις από τις Βρυξέλλες σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό της Ε.Ε. θα μπορούσαν γρήγορα να οδηγήσουν την Τουρκία σε μια τεράστια οικονομική κρίση, επισημαίνει.

Για την Investec Bank, η αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης, που αποφασίστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου, ίσως έδωσε το θάρρος σε κάποιους ξένους επενδυτές να επιστρέψουν στην αγορά τουρκικών assets, με το σκεπτικό ότι θα ακολουθηθούν πιο συμβατικές νομισματικές πολιτικές. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα πράγματα, αυτοί οι… γενναίοι θα καούν.

Η Investec συμφωνεί με την άποψη της Medley Global ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να υπερισχύσουν τελικά έναντι των θετικών και πολλά υποσχόμενων βραχυπρόθεσμων σημάτων, όπως η κίνηση της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια. Ο τυχοδιωκτισμός στην εξωτερική πολιτική επηρεάζει πολύ άσχημα το διεθνές κοινό και η αύξηση του όποιου ενδιαφέροντος θα αποδειχθεί σαθρή, εκτός εάν η κυβέρνηση ακολουθήσει μια πιο συμφιλιωτική προσέγγιση, βασιζόμενη στις διαπραγματεύσεις και τη διπλωματία, επισημαίνει χαρακτηριστικά.

πηγη capital.gr