Το μεγάλο διακύβευμα για τη δίκη της Χρυσής Αυγής

Η δίκη που βαίνει στο τέλος της, μετά πεντέμισι χρόνια, αποτέλεσε για πολλούς λόγους δίκη-ορόσημο, στην οποία δοκιμάστηκαν οι αντοχές του δικαστικού μας συστήματος και αναδείχθηκαν με εμφαντικό τρόπο οι παθογένειές του. Η Δικαιοσύνη, που ανέλαβε το βάρος της δικαστικής εκκαθάρισης μιας πολιτικής δραστηριότητας που είχε λάβει χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης και δράσης, δεν μπόρεσε έγκαιρα και σε χρόνο εύλογο να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της απόδοσης ευθυνών για εγκλήματα που έφθασαν ώς τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Η αρχικά επιτυχημένη οργάνωση της ποινικής διαδικασίας, με τις εισαγγελικές έρευνες, δεν συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, ενώ η δίκη που ακολούθησε στιγματίστηκε από τη βραδεία εξέλιξή της, που έφθασε στα πεντέμισι χρόνια, κάτι που αποτελεί ρεκόρ για τα δικαστικά μας δεδομένα.

Οι παθογένειες αναδείχθηκαν από το στάδιο της ανάκρισης, όπου παρά τη σκληρή δουλειά από τις εφέτες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου, με την εισαγγελική παρουσία του εμπειρότατου Ισίδωρου Ντογιάκου, δεν ξεκαθαρίστηκε έγκαιρα το τοπίο, ώστε να φθάσουν στο εδώλιο πραγματικά όσοι έπρεπε να παραπεμφθούν και να εξαιρεθούν κάποιοι που είχαν συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες μικρής ποινικής απαξίας.

Ο μεγάλος αριθμός των κατηγορουμένων περιορίστηκε με το βούλευμα παραπομπής στη δίκη, με πρόταση του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου που έγινε δεκτή από το δικαστικό συμβούλιο, η προεδρία του οποίου ανήκε στην ικανή δικαστικό Ισιδώρα Πόγκα.

Τελικά, 68 άτομα κάθισαν στο εδώλιο, σε μια δίκη που φέρει τη σφραγίδα της προέδρου Μαρίας Λεπενιώτη, η οποία με πυγμή και ψυχραιμία κράτησε για τόσα χρόνια το τιμόνι μιας δικαστικής διαδικασίας που είχε εντάσεις με δεδομένο το πολιτικό της φορτίο.

Η δίκη σηματοδοτήθηκε από τρία γεγονότα.

– Τον πολιτικό χαρακτήρα της και τις συνέπειες που προκάλεσε, καθώς ο πολιτικός φορέας που υπήρξε η μήτρα των εγκληματικών δραστηριοτήτων διαλύθηκε και πολλά από τα δικαζόμενα στελέχη της Χ.Α. έχουν εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό.

– Τη στάση των δικαζόμενων πολιτικών στελεχών της Χ.Α., που δεν εμφανίστηκαν στη διαδικασία, σε μια προσπάθεια να αποποιηθούν τις ευθύνες που τους αποδόθηκαν, ενώ υπήρξαν έως το τέλος αμετανόητα.

– Τη διαρκή παρουσία στη δίκη, όλες τις ημέρες, της τραγικής μητέρας του Παύλου Φύσσα.

Κατά τη διάρκεια των πεντέμισι χρόνων, δεν έλειψαν οι εντάσεις, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη διεξαγωγή της δίκης, που για μεγάλο διάστημα πηγαινοερχόταν από τον Κορυδαλλό στο Εφετείο της Αθήνας, οι πολιτικές εκμεταλλεύσεις, όπως συμβαίνει πάντα, αλλά το πιο ισχυρό της στοιχείο ήταν η εμφανής αδυναμία του δικαστικού μας συστήματος να τελειώσει η δίκη σε εύλογο χρόνο.

Πλέον, η δικαστική διαδικασία βρίσκεται στο τέλος της, καθώς η πρόεδρος του δικαστηρίου Μαρία Λεπενιώτη ήδη ανακοίνωσε την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τις 7 Οκτωβρίου, οπότε και το δικαστήριο θα αποφασίσει για την ενοχή των κατηγορουμένων. Ποιοι θα κριθούν ένοχοι και για ποια αδικήματα: απόφαση καθοριστικής σημασίας για την τελική ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων. Και τούτο, διότι οι όποιες ποινές τελικά επιβληθούν θα εξαρτηθούν απόλυτα από την όποια ενοχή αποδοθεί σε κάθε κατηγορούμενο και βέβαια από το γεγονός αν θα αναγνωριστούν –και σε ποιους από τους καταδικασθέντες– ελαφρυντικά και ποια, ενώ κάποιοι θα απαλλαγούν.

Το μεγάλο διακύβευμα όμως της επικείμενης απόφασης, με μείζονα πολιτική και ποινική σημασία, είναι αν τελικώς το δικαστήριο κρίνει τα δικαζόμενα πολιτικά στελέχη της υπεύθυνα για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, αν δηλαδή δεχθεί ότι υπήρξε πολιτικό σχέδιο για τις εγκληματικές δράσεις που συγκροτούν το βαρύ κατηγορητήριο ή αν κάνει δεκτή την αντίθετη εισαγγελική πρόταση.

Η απόφαση της 7ης Οκτωβρίου αναμένεται πραγματικά με μεγάλο ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι η πρόταση της εισαγγελέως της δίκης Αδαμαντίας Οικονόμου, που σχολιάστηκε και προκάλεσε αντιδράσεις, υπήρξε απαλλακτική για τα πολιτικά στελέχη της Χ.Α. και καταδικαστική επί της ουσίας μόνον για τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Αλλωστε και το βούλευμα της παραπομπής σε δίκη ήταν με οριακή πλειοψηφία δύο έναντι ενός, καθώς υπήρξε μειοψηφία κατά της απόδοσης της κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης για τα πολιτικά στελέχη της Χ.Α.

Πολιτική βούληση

Σε κάθε περίπτωση, η ποινική διαδικασία κατά στελεχών και μελών της Χ.Α. μπορεί να κατέδειξε τις αδυναμίες του δικαστικού μας συστήματος, ανέδειξε όμως τη βούληση των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου για καταδίκη των εγκληματικών δράσεων της Χ.Α. και το ποινικό εγχείρημα ήταν εκείνο που πυροδότησε την πολιτική και κοινωνική καταδίκη του ναζιστικού φαινομένου.

Εάν το 2013, όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας στο Κερατσίνι, η τότε πολιτική ηγεσία επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά και υπουργίας Νίκου Δένδια δεν είχε αποφασίσει την έναρξη ποινικών ερευνών, τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχθεί αλλιώς.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τότε, με εισαγγελέα την Ευτέρπη Κουτζαμάνη και με τη συνδρομή του αντεισαγγελέα Χαράλαμπου Βουρλιώτη, οργάνωσε σωστά τη δίωξη με την ευφυή κίνηση για απόδοση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης για τα πολιτικά στελέχη, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα συλλήψεων του Νίκου Μιχαλολιάκου και των λοιπών βουλευτών της Χ.Α.