Υφεση μεταξύ 8,5% και 9,4% «βλέπει» ο κ. Κουτεντάκης

Πρωτογενές έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ σημειώθηκε το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, έναντι πλεονάσματος 1 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που αποτυπώνονται στην έκθεσή του για το β΄ τρίμηνο του 2020.

Πρόκειται για επιδείνωση 8,7 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, σύμφωνα με το γραφείο, δηλαδή τα σχεδόν 8 δισ. ευρώ, προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με δεδομένο, όμως, ότι ένα σημαντικό μέρος τους αφορά αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι εφικτός, σημειώνει το γραφείο, ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.

Το γραφείο επισημαίνει ότι η επιδείνωση αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς έχουν ανασταλεί οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, αλλά μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό και με τη μείωση του ΑΕΠ, θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.

Υποστηρίζει ότι είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, καθώς τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ, που κρατούν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού, και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν για πάντα. Το γραφείο τάσσεται, εξάλλου, υπέρ της λήψης μέτρων από το κράτος για την τόνωση της δημόσιας κατανάλωσης και των επενδύσεων και όχι μόνο μεταβιβάσεων και φοροαπαλλαγών, καθώς τα πρώτα έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ. Σχετικά με την ύφεση, ο προϊστάμενος του γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, εκτιμά ότι θα κινηθεί μεταξύ του 8,5% και 9,4%, του μέτριου και δυσμενούς σεναρίου, που είχε εκπονήσει το γραφείο τον Απρίλιο. Το ευνοϊκό σενάριο, για ύφεση 4,4%, έχει προφανώς αποκλεισθεί. Ο κ. Κουτεντάκης επεσήμανε τον αρνητικό πληθωρισμό και την επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών ως αρνητικούς παράγοντες.

«Κρίσιμος κίνδυνος», σημειώνει η έκθεση, «είναι ακόμη η εξέλιξη της ανεργίας, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε συγκρατημένη λόγω της υποχρέωσης διατήρησης των θέσεων εργασίας και των αναστολών συμβάσεων, αντί απολύσεων. Οταν αρθούν τέτοια περιοριστικά μέτρα, ενδέχεται να εκδηλωθεί απότομη αύξηση της ανεργίας».

Το γραφείο σχολιάζει εξάλλου και την έκθεση Πισσαρίδη, επισημαίνοντας θετικά και προβληματικά σημεία. Για παράδειγμα, τάσσεται υπέρ της πρότασης παροχής πλήρους προσχολικής εκπαίδευσης, δεν παίρνει θέση για τη μετάβαση των επικουρικών συντάξεων στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και επισημαίνει ότι η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, αν και υψηλή, δεν είναι το μοναδικό σοβαρό πρόβλημα, ούτε είναι βέβαιο ότι η μείωση των συντελεστών θα μειώσει τη φοροδιαφυγή. Συνολικά, τη χαρακτηρίζει μια «σημαντική και τεκμηριωμένη ανάλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και μια χρήσιμη βάση διαλόγου».

Η έκθεση καταγράφει αύξηση στις ληξιπρόθεσμες αιτήσεις κύριας σύνταξης από 105.850 στο τέλος Μαρτίου (εκτιμώμενη δαπάνη 416 εκατ. ευρώ) σε 117.876 (εκτιμώμενη δαπάνη 488,6 εκατ. ευρώ) στο τέλος Ιουνίου. Δεν περιέχει στοιχεία για τις εκκρεμείς συντάξεις, λιγότερο από 90 ημέρες, επειδή δεν τα έδωσε ο ΕΦΚΑ, όπως κατήγγειλε το γραφείο.