Παραμύθι με όνομα και σύντομο τέλος

Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλώτσο να κινήσει, παραμύθι να αρχινίσει.
Ήταν κάποτε μια βασανισμένη χώρα, της οποίας οι πολίτες έχασαν σχεδόν τα πάντα, από αυτούς που την κυβέρνησαν για πολλά πολλά χρόνια και δεν είχαν βάλει απλώς το χέρι τους στο μέλι. Βούτηξαν μέσα σ’ αυτό. Έφαγαν με χρυσά κουτάλια και εξαθλίωσαν τον λαό της, που ανέχθηκε πολλά και υπέμεινε περισσότερα.
Μέχρι που αυτός ο εξαθλιωμένος λαός σήκωσε κεφάλι και αφού ξεσηκώθηκε εναπόθεσε τις ελπίδες του σε έναν νέο κυβερνήτη, που του έδωσε το δικαίωμα να πιστεύει σε ένα καλύτερο αύριο, βγάζοντας τον από την αναξιοπρέπεια στην οποία είχε περιπέσει.
Μόνο που η προσπάθεια που έκανε για να βγει από τις συμπληγάδες της μεγάλης οικονομικής κρίσης η χώρα ήταν πολύ δύσκολη. Ο λαός κουράστηκε και εύκολα παρασύρθηκε από ένα πορφυρογέννητο αρχοντόπουλο, του οποίου και ο πατέρας του είχε κάποτε κυβερνήσει τον δύσμοιρο τούτο τόπο.
Υποσχέθηκε πολλές και καλές δουλειές, χρήμα για όλους, όλα του κόσμου τα καλά. Ο λαός, που έχει και το κακό εύκολα να ξεχνά, τον πίστεψε και του έδωσε τα ηνία της διακυβέρνησης.
Γρήγορα, όμως, άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος του, συνειδητοποιώντας ότι είχε πέσει θύμα πλάνης. Μετά από έναν χρόνο, ούτε δουλειές είχαν έρθει, ούτε καλύτερες μέρες είχαν εμφανιστεί. Και όχι μόνο αυτό, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Με πρόσχημα μια φοβερή πανδημία, το αρχοντόπουλο βρήκε την ευκαιρία να κάνει τα δικά του, αυτά που εξαρχής ήθελε να κάνει. Περισσότερη δουλειά για όσους είχαν την τύχη να εργάζονται (γιατί όλο και περισσότεροι έμεναν χωρίς δουλειά), με πολύ λιγότερα χρήματα, συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων και καταπάτηση ελευθεριών, είχε το πρόγραμμα του.
Ακόμη και το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν, το πορφυρογέννητο αρχοντόπουλο έκρινε πως έπρεπε να μπει σε καλούπια.
Έτσι, ο λαός συνειδητοποίησε, για μια ακόμη φορά, ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και αυτά είναι κοντύτερα όταν λέγονται απ’ αυτούς που τα έχουν βρει όλα έτοιμα, δεν έχουν ζήσει ποτέ τη βιοπάλη, δεν έχουν αγωνιστεί ποτέ και για τίποτα στη ζωή τους.
Πώς να μπορέσουν να αφουγκραστούν την αγωνία και τα προβλήματα του μέσου πολίτη που παλεύει για την επιβίωση του; Πώς να έρθει στη θέση του;
Το πορφυρογέννητο αρχοντόπουλο, που προέρχεται από μια από τρεις πολιτικές δυναστείες που έχουν διαφεντέψει τη χώρα, ανέβηκε με δόξα και τιμή στην εξουσία. Αλλά θα φύγει από αυτή σύντομα, εννοείται με την ετυμηγορία των πολλών και μη προνομιούχων που ο ίδιος πλάνεψε.
Όσο κι αν πληρώνει για να τον κολακεύουν, ό, τι κι αν κάνει για να ωραιοποιήσει την εικόνα του, δεν μπορεί να φτιασιδώσει την πραγματικότητα που έχει μελανιάσει και συνεχίζει να μαυρίζει.
Το τέλος του θα είναι άδοξο, ανάλογο μ’ αυτό του πατέρα του και θα είναι αυτό που τού αρμόζει.

ΣΣ: Η Αγγελική Τσονάκα είναι μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Αχαΐας Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία