Καταδικάζουμε αυτήν την πολιτική και τις πρακτικές του Υπουργείου Παιδείας

Ο εκπαιδευτικός κόσμος από το Μάρτη και μετά έχει βρεθεί
αντιμέτωπος με ένα πρωτόγνωρο σκηνικό. Η απειλή ενός αόρατου
εχθρού οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων στο όνομα της προστασίας
του πληθυσμού και στον κατ’ οίκον εγκλεισμό εκπαιδευτικών και
μαθητών και κατόπιν όλης της κοινωνίας. Έκτοτε αυτό που ενέσκηψε
στο χώρο της εκπαίδευσης ήταν κυριολεκτικά δύο γραμμές πλεύσης.
Από τη μία οι εκπαιδευτικοί -στη συντριπτική τους πλειοψηφία- έταξαν
εαυτόν στο στόχο να μη χάσουν οι μαθητές την επαφή με την
εκπαιδευτική διαδικασία. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν την έλλειψη
εξοπλισμού – κάποιοι χρεώθηκαν- την ανυπαρξία ανάλογης
επιμόρφωσης, την έλλειψη προστασίας αφού κανένα νομικό πλαίσιο δεν
υπήρχε για την προστασία τη δική τους και των μαθητών τους
(προστασία για την οποία και σήμερα που η υπόθεση της διαρροής των
προσωπικών δεδομένων εκπαιδευτικών και μαθητών είναι στον αέρα το
υπουργείο σφυρίζει αδιάφορα). Επίσης έπρεπε να εφεύρουν πατέντες για
να εντάξουν στην εκπαιδευτική διαδικασία το σύνολο των μαθητών
(έλλειψη εξοπλισμού, σύνδεσης, κτλ) ζήτημα για το οποίο επίσης το
Υπουργείο ποιούσε την νήσσαν και το συγκάλυψε με την περίφημη
«προαιρετικότητα» του εγχειρήματος. Το «βραβείο» των εκπαιδευτικών
ήταν το χειροκρότημα και τα συγχαρητήρια μέσω των ΜΜΕ.
Από την άλλη το Υπουργείο αποδύθηκε σε έναν μαραθώνιο
αυτοδιαφήμισης για τα έργα και τις ημέρες τους. Οι αριθμοί για τους
συμμετέχοντες στην εξ αποστάσεως, για τις ηλεκτρονικές τάξεις, το
πλήθος των μαθημάτων κλπ επικάλυψαν κάθε συζήτηση για την ουσία
του εγχειρήματος ή για τον αποκλεισμό μαθητών. Το υπουργείο δια της
πολιτικής του ηγεσίας έπεισε την ελληνική κοινωνία σε ένα
αποκορύφωμα υποσχεσιολογίας ότι οι ανισότητες θα θεραπευτούν με την
παροχή τάμπλετ στους κοινωνικά μη ευνοημένους μαθητές. Το
αποτέλεσμα ήταν η ελεημοσύνη του ένα τάμπλετ ανά 45 μαθητές,
αποτέλεσμα των υψηλών διασυνδέσεων του Υπουργείου με την Ένωση
Ελλήνων Εφοπλιστών. Αντί των υποσχέσεων για σύγχρονο ηλεκτρονικό
εξοπλισμό των σχολείων, αυτό που έφερε για διαβούλευση το Υπουργείο
εν μέσω καραντίνας ήταν ένα πολυνομοσχέδιο, το οποίο έχει βρει
απέναντι όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς πλην των ιδιωτών της

εκπαίδευσης και μια κατάπτυστη τροπολογία για ζωντανή μετάδοση του
μαθήματος, αφού ψευδώς διέστρεψε κάθε δήλωση της ΑΠΔΠΧ.
Το αποκορύφωμα της διγλωσσίας του Υπουργείου ήρθε με το άνοιγμα
των σχολείων, οπότε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, ενώ ζητάει από
τους εκπαιδευτικούς ιατρικά πορίσματα και τεκμήρια προκειμένου να
πάρουν ειδική άδεια απουσίας, για το μαθητικό πληθυσμό αρκούσε μια
απλή υπεύθυνη δήλωση με υπογραφή γονέα, για να μην προσμετρηθούν
οι απουσίες Με μια απλή κίνηση το Υπουργείο απαξίωσε τους
εκπαιδευτικούς που πριν χειροκροτούσε (και γιατί όχι άλλωστε, ανέξοδο
ήταν), υπονόμευσε άρδην την εκπαιδευτική διαδικασία, αδιαφόρησε
παντελώς για το παραγόμενο μαθησιακό αποτέλεσμα. Αίρουν ύπουλα
την υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης και επιχειρούν να μας εκβιάσουν
ηθικά για την επιβολή της ζωντανής μετάδοσης του μαθήματος. Οι
άριστοι, που καταδίκαζαν στο πυρ το εξώτερον την «ήσσονα
προσπάθεια» και που θεσπίζουν Τράπεζες θεμάτων για να την
αντιμετωπίσουν δήθεν, χαρίζουν στους μαθητές καθρεφτάκια και χάντρες
για να αποκρύψουν την διαλυτική για το δημόσιο σχολείο πολιτική τους.
Εν τω μεταξύ σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά το άνοιγμα των σχολείων
ο «ιός της υπεύθυνης δήλωσης είναι πιο μεταδοτικός από τον ίδιο τον
κορωνοϊό.
Καταδικάζουμε αυτήν την πολιτική και τις πρακτικές του Υπουργείου
και ζητάμε από την ΟΛΜΕ να σπάσει τη σιωπή της αναφορικά με το
δούρειο ίππο της υπεύθυνης δήλωσης.
Δεσμευόμαστε ότι θα παραμείνουμε στις επάλξεις υπερασπίζοντας το
δημόσιο σχολείο σε πείσμα των αντιλαϊκών πολιτικών.

Δώρα Μαστραπά

Πρόεδρος Β’ ΕΛΜΕ Αχαΐας