Μήπως οι Τράπεζες θέλουν αλλά δεν μπορούν;

Η παρούσα κρίση αναδεικνύει για ακόμα μία φορά τη γενικότερη αδυναμία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος να στηρίξει ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό αφήγημα. Την ίδια στιγμή, τόσο μέσα από την αρνητική πορεία των τραπεζικών μετοχών στο ταμπλό του χρηματιστηρίου, όσο και λόγω της αναδιάρθρωσης του δείκτη MSCI, αποτυπώνεται η έξωθεν μαρτυρία που συνηγορεί υπέρ της παραπάνω διαπίστωσης της αδυναμίας των τραπεζών γενικότερα.

Αν το σχέδιο “Ηρακλής” ήταν μία σωστή ρύθμιση απεγκλωβισμού σημαντικού όγκου “κόκκινων δανείων” και η τελευταία ευκαιρία διατήρησης του παρόντος καθεστώτος λειτουργίας των τραπεζών μέσω της εξυγιαντική αυτής διαδικασίας, η πρόταση του Διοικητή της ΤτΕ Γ. Στουρνάρα για δημιουργία “Bad Bank” αποτελεί ουσιαστικά –άνευ προσχημάτων– αναγνώριση της αποτυχίας του τραπεζικού συστήματος να διαχειρισθεί την κρίση των δανείων προς όφελος της οικονομίας γενικότερα. Ειδικά αν υπολογίσουμε πως τα 68 δισ. κόκκινα δάνεια λόγω της παρούσας κρίσης μπορεί να αυξηθούν κατά 8-10 δις ευρώ.

Μετά από τρία προγράμματα ανακεφαλαιοποιήσεων –πλέον των 29 δισ. που δόθηκαν επί υπουργίας Γ. Αλογοσκούφη και ουδείς γνωρίζει με ποιο τρόπο στήριξαν το τραπεζικό σύστημα– και ουσιαστικής απώλειας περί τα 70 δισ. για το δημόσιο και τον έλληνα φορολογούμενο, δεν νομίζω ότι χρειαζόταν η πρόταση του κεντρικού τραπεζίτη για να αναδειχθεί αυτό που πλέον είναι κοινό μυστικό: Το τραπεζικό σύστημα με τη σημερινή του δομή και φιλοσοφία λειτουργίας αδυνατεί να στηρίξει οποιαδήποτε πολιτική ουσιαστικής ανασύνταξης της οικονομίας. Η μήπως η αλήθεια κρύβεται σε κάποιες λεπτομέρειες που ελάχιστα επισημάνθηκαν τόσα χρόνια τώρα. Αδυνατεί ή δεν θέλει το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει;

Εκ πρώτης όψεως δέκα χρόνια είναι πολλά για να μην έχουν κατορθώσει οι τέσσερεις “συστημικές” τράπεζες να αναδειχθούν μετά τα μνημόνια ως στρατηγικός εταίρος της επιχειρηματικότητας. Οι πολιτικές εθελούσιας εξόδου και κλεισίματος υποκαταστημάτων με στόχο τη μείωση του λειτουργικού κόστους ως βασικές στρατηγικές εσωτερικής αναδιάρθρωσης, και η ανακύκλωση δανείων μέσω αναχρηματοδοτήσεων υφισταμένων τις περισσότερες φορές επιχειρήσεων με την ασφάλεια ενός καλού χρηματοπιστωτικού προφίλ (track record), αποτελούσαν την ισχύουσα πολιτική συντήρησης. Ελάχιστα έγιναν προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης μίας αναπτυξιακής δυναμικής επιχειρηματικών πρωτοβουλιών εκτός του “βολικού” για τις τράπεζες πεδίου πλήρους ασφάλειας (zero credit risk).

Επί χρόνια το τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από έλλειψη οραματιστών τραπεζιτών και φωτισμένων διοικήσεων. Οι διοικήσεις των Κωστόπουλου στην Πίστεως (μετέπειτα Αλφα), Καψάσκη στην Εργασίας, Γόντικα στην Ευρωεπενδυτική (μετέπειτα Eurobank), Ανδρεάδη παλαιότερα, στην Εμπορική (πριν αυτή κρατικοποιηθεί), ακόμα και η τράπεζα Καραβασίλη (μετέπειτα Επαγγελματικής Πίστεως και Αθηνών), ανέδειξαν στρατηγική συνετής διαχείρισης. Όποτε όμως χρειαζόταν, στήριζαν την εθνική προσπάθεια προκρίνοντας την πορεία της αναπτυξιακής χρηματοδότησης με συγκεκριμένο ρίσκο.

Μία φιλοσοφία διοίκησης ξένη προς την φοβικότητα που παρουσιάζουν τα σημερινά τραπεζικά στελέχη “καριέρας” που έχουν τοποθετηθεί από ξένους μετόχους με διεθνή σύνθεση στα ΔΣ των τραπεζών τους και άγνοια της ελληνικής πραγματικότητα του επιχειρείν. Απλούστατα δεν υφίσταται πλέον εθνικό χρηματοδοτικό μέτωπο. Ούτε βέβαια αναμένεται να υπάρξει με το υφιστάμενο καθεστώς.

Χάθηκαν δέκα χρόνια από την αρχή της κρίσης για τον απλούστατο λόγο ότι οι διοικήσεις των τραπεζών επέλεξαν να ακολουθήσουν πολιτική αυτοπροστασίας και περιχαράκωσης των θέσεών τους. Άλλωστε, νωπές ήταν οι μνήμες των υπέρογκων μπόνους μέσω μαζικών προγραμμάτων χρηματοδοτήσεων πριν την κρίση. Με χαλαρά δομημένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης την εποχή εκείνη, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Στις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παρενέβησαν οι κυβερνήσεις και οι διοικήσεις αντικαθίσταντο. Στην Ελλάδα, μετά από έτη καθυστερήσεων απλά ανακυκλώθηκαν. Οι ίδιες φιλοσοφίες, οι ίδιες φοβικές ως προς τον τρόπο επέκτασης των χρηματοδοτήσεων, ή ίδια φιλοσοφία περιχαράκωσης και συντήρησης.

Ένας τύπος προσέγγισης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα – ακόμα και την περίοδο που διανύουμε – αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα δάνεια των χρηματοδοτικών προγραμμάτων δόθηκαν με “θαυμαστή” ταχύτητα εντός ελαχίστων ημερών σε “ασφαλείς” επιλογές, παρά την προστασία που παρείχε ως προς τον υπολογισμό τους στο συνολικό χαρτοφυλάκιο η ΤτΕ (μηδενικό Risk Weighted Asset).

Κατά τον τρόπο αυτό οι τράπεζες επιλέγουν έμμεσα τη χρηματοδότηση των λιγότερο “βολικών” πιστοληπτικά επιχειρήσεων, παραβλέποντας σκόπιμα το γεγονός ότι πολλές από τις επιχειρήσεις που δεν χρηματοδοτούνται μπορεί αν κρύβουν τον καινοτόμο δυναμισμό που αναζητά η ελληνική οικονομία. Αντ΄αυτών, επελέγη η εύκολη διαδικασία των ασφαλών δανείων σε υφιστάμενες “χρηματοδοτικές σχέσεις” πολλές φορές με κάλυψη καταθέσεων μέρος του δανείου (cash collateral). Αυτό βέβαια δεν νοείται ως σύγχρονη “τραπεζική”.

Δυστυχώς, με την κρατούσα επιχειρησιακή φιλοσοφία των τραπεζών, οι καλές προθέσεις του Πρωθυπουργού να πιέσει τις τράπεζες, ίσως παραμείνουν καλές προθέσεις. Με την κρατούσα νοοτροπία, τόσο οι χρηματοδοτήσεις μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, όσο και εκείνες του προγράμματος ΤΕΠΙΧ ΙΙ δεν πρόκειται να εκπληρώσουν τον ρόλο τους.

Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη ήθελε να προλάβει ο Πρωθυπουργός συγκαλώντας μέσω τηλεδιάσκεψης σύσκεψη των τραπεζιτών. Αυτό ήθελε να υποδείξει ίσως ο κύριος Γεωργιάδης όταν σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρθηκε στο “imperioum” του κράτους σε ερώτηση του πώς θα αντιμετωπισθούν οι τράπεζες αν δεν ακολουθήσουν μία διαφορετική στρατηγική. Τι μπορεί να εννοούσε; Ουσιαστική κρατική παρέμβαση εφόσον χρειασθούν πρόσθετα κεφάλαια οι τράπεζες εν αναμονή νέας επιδείνωσης της πορείας των “κόκκινων δανείων”; Προειδοποίηση και των δύο προς την κατεύθυνση αυτή;

Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό πως εδώ και μία δεκαετία οι αναπτυξιακοί και χρηματοοικονομικοί πυλώνες της χώρας (τράπεζες, χρηματιστήριο, αναπτυξιακά προγράμματα) έχουν αποτύχει στον ρόλο τους να προωθήσουν και να αναδείξουν μία νέα προωθημένη παραγωγική δομή. Θέση που έχει υποστηριχθεί και από τον Πρόεδρο του ΕΒΕΑ.

Η εύκολη διέξοδος “συντήρησης” μέσω χρηματοδότησης “ασφαλών” επιχειρήσεων, δημοσίων έργων και τουριστικών συγκροτημάτων, οδήγησε τη χώρα σε μία προσέγγιση μονοδιάστατης αναπτυξιακής δομής όπου ο τουρισμός για παράδειγμα αντιστοιχεί στο 25-30% του ΑΕΠ και το μεγαλύτερο μέρος του πρωτογενούς τομέα πελαγοδρομεί μεταξύ της εύκολης παραγωγής και της διεκδίκησης αποζημιώσεων από καταστροφές.

Το τραπεζικό σύστημα μέχρι σήμερα έχει αποτύχει. Η αποτυχία δεν πρέπει να συνεχισθεί όμως. Μέσα από την μέχρι σήμερα λειτουργία κινδυνεύουν να οδηγηθούν τα Ευρωπαϊκά υποστηρικτικά κονδύλια σε λάθος κατεύθυνση. Οι τράπεζες πρέπει να ανακτήσουν τον πραγματικό τους ρόλο. Να επανεφεύρουν τη δεοντολογία τους. Να αναζητήσουν την ουσία της λειτουργίας τους που θα αναδειχθεί μέσα από την ορθή απεικόνιση της δίκαιης αξίας (fair value) των μετοχών τους στο χρηματιστήριο. Σήμερα απέχουν ουσιαστικά από όλους τους παραπάνω στόχους.

Εάν η χώρα έχει μία ευκαιρία να δημιουργήσει ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα, αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μόνον με πλήρη αλλαγή φιλοσοφίας των τραπεζών και των διοικήσεών τους. Χαιδεύοντας αυτιά τύχη δεν θα υπάρξει.

Του Ηρακλή Ρούπα, οικονομολόγου