Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει…

 

Μετά από περίπου ένα μήνα εφαρμογής των μέτρων περιορισμού της μετακίνησης των πολιτών, εξακολουθεί και γίνεται συζήτηση για το κατά πόσο τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα ή έχουν ξεπεράσει την λεπτή γραμμή που χωρίζει τη νομιμότητα από την αυθαιρεσία, ενώ οι ισχυρότερες αντιρρήσεις ως προς τη συμβατότητα των περιοριστικών μέτρων προς το Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα αφορούν τη stricto sensu προσωπική ελευθερία, δηλαδή τους περιορισμούς κίνησης και εγκατάστασης, καθώς και εισόδου και εξόδου στην επικράτεια των πληττόμενων κρατών.
Ας συμφωνήσουμε κατ’ αρχήν ότι δεν πρόκειται για μέτρα που επιβάλλουν καθολική και γενική απαγόρευση των μετακινήσεων, αφού απαγορεύουν μόνο τις άσκοπες μετακινήσεις, αφήνοντας εκτός απαγόρευσης πολλές περιπτώσεις μετακίνησης, ενώ βασίζονται σε σχετικές συστάσεις, που προέρχονται από πορίσματα και διαπιστώσεις της ιατρικής επιστήμης, και πριν την εφαρμογή τους προηγήθηκαν άλλα μέτρα για τον ίδιο σκοπό, ηπιότερα, όπως το υποχρεωτικό κλείσιμο καταστημάτων εστίασης, αλλά και υπηρεσιών, η απαγόρευση αθλητικών συναντήσεων κ.λπ.
Το Σύνταγμά μας στο άρθρο 5 κατοχυρώνει κατ’ αρχήν το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, εφόσον δεν παραβιάζει δικαιώματα άλλων (παρ. 1), και την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, χωρίς διακρίσεις, εξαιρουμένων όμως των περιπτώσεων που προβλέπει ο νόμος (παρ. 2), ενώ στην παρ. 4, ορίζεται ότι απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο ή είσοδο σ΄ αυτήν.
Πλην όμως, ακόμη και αν θεωρήσουμε τα κυβερνητικά μέτρα ως ατομικά διοικητικά μέτρα (που δεν είναι) και ξεχάσουμε τη ρητή επιφύλαξη του Συντάγματος υπέρ του νόμου, σε κάθε περίπτωση υπάρχει η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5, του Ψηφίσματος της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία «Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει».
Ετσι λοιπόν είναι σαφές εν προκειμένω ότι πρόκειται ακριβώς για τέτοια μέτρα (προστασίας της δημόσιας υγείας) και η λήψη τους όχι μόνο δεν είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, αλλά, αντίθετα, προβλέπεται ρητώς σ΄ αυτό, εφόσον άλλωστε στην παρ. 5 του ιδίου ως άνω άρθρου κατοχυρώνεται το δικαίωμα του καθενός στην προστασία της υγείας του, η προστασία της οποίας αποτελεί και υποχρέωση του Κράτους (βλ. άρθρο 21 παρ. 3 Σ: «Το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα…»).
Και αν κανείς δεν έχει πειστεί ακόμα, χρήσιμο είναι να δούμε και την γενική ρήτρα της παρ. 3 του άρθρου 25Σ, η οποία ορίζει ότι «H καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται», κάτι που συμβαίνει και όταν η άσκηση κάποιου δικαιώματος θέτει σε διακινδύνευση δικαιώματα τρίτων προσώπων, αλλά και την επόμενη παράγραφο του ιδίου άρθρου η οποία ορίζει ότι «Tο Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».
Συμπερασματικά, τα μέτρα που έχουν επιβληθεί δεν είναι αντίθετα ούτε προς το Σύνταγμά μας, ούτε προς άλλη διάταξη νόμου. Σε συνθήκες πανδημίας η προτεραιοποίηση της προστασίας της ζωής και της υγείας, έναντι άλλων δικαιωμάτων, εμφανίζεται εύλογη ενόψει τη τεράστιας διακινδύνευσής τους. Αυτή η μορφή στάθμισης ήταν ορθή στην προκειμένη περίπτωση και επιβεβαιώνεται από τον υψηλό βαθμό συμμόρφωσης και αποδοχής των μέτρων από τους πολίτες.

* Ο Τάκης Παπαδόπουλος είναι δικηγόρος, πρόεδρος του περιφερειακού συμβουλίου Δυτικής Ελλάδας.