Αναδρομικά : Τον Ιούνιο έρχονται οι αυξήσεις στις συντάξεις

Τα αναδρομικά και οι οι αυξήσεις στις συντάξεις φαίνεται ότι απασχολούν τους συνταξιούχους.

Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο  εισέρχεται στην τελική ευθεία εισέρχεται το ασφαλιστικό και σύμφωνα με τον σχεδιασμό που υπάρχει στο υπουργείο Εργασίας θα κατατεθεί στην Βουλή μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου.

Ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης περιέγραψε την διαδικασία για την επιστροφή των αναδρομικών σε συνταξιούχους.

Τα αναδρομικά

Ο κ. Βρούτσης μιλώντας στον ΑΝΤ1 είπε ότι η σειρά των πραγμάτων είναι «η ψήφιση του νόμου από την Βουλή, η δημοσίευση του στο ΦΕΚ και αμέσως μετά ο επανυπολογισμός όλων των συντάξεων για να δούμε ποιοι δικαιούνται να πάρουν χρήματα, σε πόσους πρέπει να γίνει συμψηφισμός και σε ποιους πρέπει να επιστραφούν ποσά από αναδρομικά, κάτι που θα γίνει σε μία δόση», δίχως να προσδιορίσει χρονικά πότε θα γίνει αυτό, όμως ούτε διαψεύδοντας τις αναφορές ότι η καταβολή των χρημάτων αυτών θα γίνει πιθανότατα τον Ιούνιο.

Αυξήσεις θα λάβουν τον Ιούνιο και οι νέοι συνταξιούχοι, αυτοί δηλαδή που βγήκαν στη σύνταξη μετά τις 13 Μαΐου, με πάνω από 30 έτη ασφάλισης (εκτιμώνται από τους ειδικούς σε περίπου 70.000).

Αυξήσεις επίσης θα λάβουν, αλλά σε δόσεις που θα καταβληθούν μέσα στην επόμενη 5ετία και όλοι εκείνοι, περίπου 200.000 παλαιοί συνταξιούχοι, που είχαν αρνητική προσωπική διαφορά (η παλαιά σύνταξή τους ήταν χαμηλότερη από το ποσό που προέκυψε μετά τον επανυπολογισμό με βάση τις προβλέψεις του νόμου Κατρούγκαλου), ή μικρή θετική και μετά τον επανυπολογισμό θα περάσουν σε αρνητική.

Όπως προσέθεσε, «παράλληλα, από τους νυν συνταξιούχους, είναι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που θα πάρουν αύξηση στις συντάξεις του. Δεν μπορώ να σας πω το ύψος των αυξήσεων, διότι η αναλογιστική μελέτη στην οποία στηρίζεται το νομοσχέδιο είναι του 2018, αλλά τα χρήματα θα δοθούν προς τα μέσα του 2020, οπότε θα υπάρχουν διαφοροποιήσεις».

Ο κ. Βρούτσης έστρεψε τα πυρά τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας πως έδινε «εικονικές λύσεις» στα προβλήματα που υπάρχουν, όπως εκείνο των εκκρεμών συντάξεων, στο οποίο πλέον δίνονται λύσεις μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος και τις ψηφιακές συντάξεις, προσθέτοντας ότι είναι σημαντικός ο ψηφιακός μετασχηματισμός στην κοινωνική ασφάλιση. Αναφερόμενος στις δαπάνες για το Ασφαλιστικό, είπε ότι πλέον οι δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούν στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών.

 

 

Το νέο ασφαλιστικό

Αναφερόμενος στις αιτιάσεις ότι το νέο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι ουσιαστικά ένας «νόμος Βρούτση – Κατρούγκαλου», o υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης απάντησε ότι «υπάρχει λανθασμένη εντύπωση, ότι ο υπουργός είναι αυτός που καθορίζει το πλαίσιο. σύμφωνα και με την επιστημονική βιβλιογραφία το Ασφαλιστικό πρέπει να στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες», προσθέτοντας ότι στο νέο Ασφαλιστικό έχει σε όλους διαφοροποίηση σε σχέση με τον «νόμο Κατρούγκαλου», λέγοντας ότι

  • «οι συντελεστές αναπλήρωσης άλλαξαν, διότι πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης, αυξάνεται το ποσοστό αναπλήρωσης
  • το ύψος των εισφορών δεν έχει σχέση με τον Βρούτση ή τον Κατρούγκαλο, διότι ήδη έχει αρχίσει και μειώνεται το ύψος τους για του μισθωτούς, ενώ και σε ότι αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες καταργούμε τις αδικίες
  • στην οργανωτική δομή, όπου επίσης γίνονται αλλαγές, καθώς δημιουργείται ο e-ΕΦΚΑ που ενοποιεί στην ουσία όλα τα Ταμεία
  • η φιλοσοφία, όπου σε αντίθεση με τον νόμο Κατρούγκαλου, πλέον έχει στο επίκεντρο της την ανταπόδοση».

Σε ότι αφορά τα οφέλη που θα προκύψουν για ασφαλισμένους, ο κ. Βρούτσης είπε πώς με το νέο ασφαλιστικό «από την αρχή εμείς είπαμε ότι ένα εκατομμύριο θα είναι ωφελούμενοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα εκατομμύριο ασφαλισμένοι θα δουν λεφτά στην τσέπη τους», προσθέτοντας «αυτό το Ασφαλιστικό «κοιτάζει» στο μέλλον, έτσι όλοι οι σημερινοί και αυριανοί εργαζόμενοι, όλοι οι αυριανοί συνταξιούχοι θα είναι ωφελούμενοι και θα δουν αύξηση στην σύνταξη που θα τους αναλογούσε, εφόσον έχουν ασφάλιση 30 χρόνια και έστω μία ημέρα παραπάνω».

Οι εισφορές και τα μπλοκάκια

Αύξηση στις καθαρές αποδοχές τους που θα κυμαίνεται από 2,73 ευρώ έως 27,3 ευρώ θα έχουν περίπου 1,5 εκατομμύριο μισθωτοί πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα από 1ης Ιουνίου 2020, λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.

Όπως προβλέπεται στο υπό κατάθεση ασφαλιστικό νομοσχέδιο, από 1ης Ιουνίου 2020 στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών μειώνονται κατά 0,90 μονάδες ως ακολούθως:

-Κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 ποσοστιαίες μονάδες στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,27 ποσοστιαίες μονάδες στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25 ποσοστιαίες μονάδες και κατανέμεται 2,69 ποσοστιαίες μονάδες στον εργοδότη και 1,56 μονάδες στον εργαζόμενο.

-Κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ).

Υπενθυμίζεται πως κυβερνητική δέσμευση είναι η μείωση των εισφορών κατά 5 μονάδες την περίοδο 2020-2023.

Στην πράξη αυτό σημαίνει αυξήσεις καθαρών αποδοχών που ξεκινούν από 2,73 ευρώ για τους αμειβομένους με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και φτάνουν έως και τα 27,3 ευρώ τον μήνα για τις ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές των 6.500 ευρώ τον μήνα. Τις αυξήσεις θα καρπωθούν από τον Ιούνιο 1,5 εκατομμύριο μισθωτοί με πλήρη απασχόληση.

Το μέτρο δεν αφορά μισθωτούς που εργάζονται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.

Αντίστοιχα, η ελάφρυνση για τους εργοδότες ξεκινά από τα 3,12 ευρώ για τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και κλιμακώνεται έως και τα 31,2 ευρώ για τις ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές των 6.500 ευρώ τον μήνα. Οι 0,75 ποσοστιαίες μονάδες προέρχονται από τον κλάδο ανεργίας και 0,15 ποσοστιαίες μονάδες από τον Λογαριασμό για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ).

Σύμφωνα με «Τα Νέα», τα κέρδη στα προ φόρου ποσά αυξάνονται προοδευτικά με την αύξηση του μεικτού μισθού, καθώς τα ασφάλιστρα είναι ποσοστιαία.

Για παράδειγμα, για μισθούς 1.000 ευρώ το κέρδος για τον μισθωτό είναι 4,2 ευρώ, ενώ για τον εργοδότη φτάνει στα 4,8 ευρώ. Αντίστοιχα, για μισθούς 2.000 ευρώ η ελάφρυνση για τον μισθωτό φτάνει στα 8,5 ευρώ και για τον εργοδότη στα 9,6 ευρώ.