DW: Το «στοίχημα» της Μέρκελ στη διάσκεψη για τη Λιβύη

Τελικά παρά το ναυάγιο της Διάσκεψης στη Μόσχα η γερμανική καγκελαρία απέστειλε τις προσκλήσεις στους συμμετέχοντες της Συνάντησης Κορυφής του Βερολίνου για τη Λιβύη, που θα γίνει την Κυριακή 19.01. Τις προσπάθειες για να συγκεντρώσει σε ένα τραπέζι τόσους ετερόκλητους εταίρους ανέλαβε προσωπικά η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η οποία, μιλώντας χθες στην Κ.Ο. των χριστιανικών κομμάτων, εξέφρασε τη συγκρατημένη αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να προκύψει κάποια διαπραγματευτική λύση στον εμφύλιο της χώρας. «Έχει έρθει ο καιρός να εξετάσουμε εάν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε κάποια απόφαση σε ανώτατο επίπεδο» τόνισε η Μέρκελ σύμφωνα με βουλευτές που συμμετείχαν στη συνεδρίαση.

Αντικρουόμενα συμφέροντα

Παρόλα αυτά, όπως τόνισε, οι προσδοκίες από μια τέτοια συνάντηση θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλές, γιατί τα συμφέροντα όσων έχουν εμπλακεί στη λιβυκή κρίση, είναι πολύπλοκα. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φαγέζ Σάρατζ στην Τρίπολη, τον οποίο στηρίζουν η Ιταλία και η Τουρκία. Και από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο στρατηγός Χαφτάρ, που δρα με τη βοήθεια της Ρωσίας, το περασμένο καλοκαίρι έγινε δεκτός στο Παρίσι από τον πρόεδρο Μακρόν και στηρίζεται από τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο.

Και ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα βρίσκεται η γερμανική κυβέρνηση, η οποία με τη βοήθεια του ειδικού απεσταλμένου των ΗΕ Γκασάν Σαλαμέ ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2019 τη λεγόμενη διαδικασία του Βερολίνου, για να φέρει σε επαφή τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού με τις αντιμαχόμενες πλευρές. Υπό πέπλο μυστικότητας όλο αυτό το διάστημα οι διαμεσολαβητές έρχονταν στο Βερολίνο για διαβουλεύσεις στην καγκελαρία και το υπουργείο Εξωτερικών γύρω από τον καθορισμό του καλύτερου τρόπου και δρόμου προς τη συνάντηση κορυφής της ερχόμενης Κυριακής.

Οδικός χάρτης

Τι όμως μπορεί να περιμένει κανείς από τις εργασίες της; Το περίγραμμα έθεσε η ίδια η Άγκελα Μέρκελ μιλώντας χθες το απόγευμα στην Κ.Ο. «Η Διάσκεψη της Κυριακής για τη Λιβύη χρησιμεύει στο να δεσμεύσει όλες τις πλευρές να σεβαστούν το υπάρχον εμπάργκο όπλων, το οποίο συνεχώς παραβιάζεται, και έτσι να ανοίξει ο δρόμος για μια πολιτική λύση. Στη διάρκεια της λεγόμενης Διαδικασίας του Βερολίνου έγινε σαφές» συνέχισε η καγκελάριος, «ότι ξένες δυνάμεις που δρουν στη χώρα εμποδίζουν την επιστροφή στην ειρήνη. Και όσο καιρό μεταφέρεται στρατιωτικό υλικό στη χώρα από το εξωτερικό, θα συνεχίζονται οι σφαγές και δεν θα επέλθει κάποια πολιτική λύση».

Η καγκελάριος τόνισε ότι η απόφαση για τη διάσκεψη δεν έγινε από τη μια ημέρα στην άλλη, ότι ήταν απότοκο μιας μακράς διαδικασίας, «κάποια στιγμή έρχεται το χρονικό σημείο, στο οποίο ίσως μπορεί να επιτευχθεί κάτι» πρόσθεσε. Εκείνο που επιδιώκει η γερμανική κυβέρνηση είναι υιοθέτηση ενός οδικού χάρτη που θα οδηγήσει σε κάποια πολιτική λύση. Γι’ αυτό, αν και έχουν προσκληθεί στο Βερολίνο ο πρωθυπουργός Σάρατζ και ο στρατηγός Χαφτάρ, δεν θα καθίσουν εξ αρχής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να μην θέσουν σε κίνδυνο οποιαδήποτε επιτυχία θα μπορούσε να επιτευχθεί.

Κίνηση υψηλού ρίσκου

Για τη γερμανίδα καγκελάριο το στοίχημα της ειρήνευσης στη Λιβύη έχει κεντρική σημασία. Η Άγκελα Μέρκελ θέλει να αποδείξει ότι η Γερμανία αναλαμβάνει ευθύνες στην περιοχή, έτσι όπως δεν έκανε στη Συρία. Πολύ περισσότερο όμως είναι οι ανησυχίες της για ένα νέο προσφυγικό κύμα. Στην περίπτωση της Συρίας η Γερμανία έμεινε να παρακολουθεί από μακριά τις εξελίξεις και όταν το 2015 οι πρόσφυγες «χτύπησαν» κατά χιλιάδες την πόρτα της χώρας, ήταν ήδη πολύ αργά. Για τη Μέρκελ οι μήνες που ακολούθησαν προκάλεσαν την μεγαλύτερη κρίση της θητείας της με τραύματα που δεν έχουν ακόμη επουλωθεί.

Η συνεργασία της ΕΕ με τη λιβυκή ακτοφυλακή έχει γίνει στόχος επικρίσεων. Λόγω της κατάστασης ασφαλείας η επαναπροώθηση προσφύγων στη χώρα δεν είναι δυνατή. Εκτός αυτού πολλοί αρχηγοί κρατών της ζώνης του Σαχέλ (Μαυριτανία, Σενεγάλη, Γκάμπια,, Μπουρκίνα Φάσο και Νίγηρας) έκαναν στη Μέρκελ σαφές ότι χωρίς λύση του προβλήματος στη Λιβύη είναι αδύνατον να επιτύχουν σταθερότητα μέσα στις χώρες τους.

Πηγή: dw.com