Πέρασαν 55 χρόνια, από τις 5-11-1964, που με πρωτοβουλία των Καστριωτών, Βασίλη Τεμπέλη και Παναγιώτη Γκλαβά, πραγματοποιήθηκε τότε η πρώτη επιτυχής εξερεύνηση στο «ΤΡΟΥΠΗΣΙΟ». Έτσι το ονόμαζαν τότε οι Καστριώτες το «Σπήλαιο των Λιμνών». Τη νέα ονομασία την πήρε από τους σπηλαιολόγους – εξερευνητές, για τις 13 κλιμακωτές λίμνες, που στολίζουν τον εσωτερικό διάκοσμο αυτού. Ο θαυμάσιος στολισμός στους τοίχους του καθρεπτίζεται στα νερά των λιμνών, προσφέροντας στο θεατή ονειρικές εικόνες!
Η διάσημη Ελληνίδα σπηλαιολόγος, Άννα Πετροχείλου, γράφει στη σχετική της μελέτη, για το «Σπήλαιο των Λιμνών», το 1974, τα εξής:
« Το Σπήλαιο «Των Λιμνών» Καστριών πρόκειται σύντομα να αξιοποιηθεί τουριστικά. Και είναι καιρός το ευρύ κοινό να κάνει τη γνωριμία του. Το σπήλαιο «Των Λιμνών» που βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. περίπου από το χωριό Καστριά, είναι παλαιά κοίτη υπογείου ποταμού, με μήκος 2.000 μ., που άλλοτε με τα νερά του τροφοδοτούσε τις πηγές του Αροανίου ποταμού, που βρίσκονται σε απόσταση 5 χλμ. περίπου από αυτό.
Τα νερά του προέρχονταν από τη δολίνη (χώρος περιτριγυρισμένος με υψώματα) του Απανόκαμπου, που βρίσκεται κοντά στα χωριά: Λουσικό — Πάνω και Κάτω Λουσοί, σε απόσταση 4 χλμ. περίπου από το σπήλαιο και κατά 100 μ. περίπου ψηλότερα από αυτό.
Τα νερά του Απανόκαμπου διοχετεύονταν από τις διανοιγμένες καταβόθρες του, σε υπόγειους οχετούς, που καταλήγανε στο σπήλαιο.
Με την πάροδο του χρόνου, η διαβρωτική ενέργεια των νερών διάνοιξε άλλους οχετούς, προς χαμηλότερα επίπεδα, εγκαταλείποντας τους παλαιούς – αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Από τότε έπαυσε το σπήλαιο να τροφοδοτείται από τα νερά του Απανόκαμπου.
Τα νερά που ρέουν σήμερα σ’ αυτό, προέρχονται από μικροπηγές του σπηλαίου, τους τοίχους και οροφές του, που λειτουργούν μόνο κατά την εποχή των βροχοπτώσεων.
Ο στολισμός του άρχισε μετά το άδειασμά του από τα με μεγάλη ταχύτητα τρεχούμενα νερά του, που προέρχονταν από ψηλότερα επίπεδα κατά 85 μ.
Η εποχιακή διακοπή της ροής των λιγοστών σχετικά πλέον νερών του και η εναπόθεση στο τέλος κάθε κλιμακωτής πτώσεως ανθρακικού ασβεστίου (Ca, Co, 3), δημιούργησαν πρώτα λιθωματικές λεκάνες, που με την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκαν σε γραφικές λίμνες με φράγματα προς τα κατάντι τους, ύψους 3 μ., που κατάστησαν το σπήλαιο μοναδικό στο είδος του σ’ όλο τον κόσμο. Παράλληλα, στολίστηκαν οι τοίχοι και οροφές του με θαυμαστά σταλακτιτικά συμπλέγματα που καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά των 13 κυρίων λιμνών του.
Εξερεύνηση από το 1966 έως το 1968
Οι λίμνες αρχίζουν μετά από 350 μ. περίπου από την είσοδό του, καλύπτουν όλο το πλάτος της κοίτης του και τελειώνουν ύστερα από 500 μ. περίπου. Η στάθμη των νερών τους κατά το καλοκαίρι και φθινόπωρο μειώνεται κατά 1 – 1,5 μ. από τα χείλη τους, ενώ το χειμώνα και αρχές ανοίξεως γεμίζουν και σχηματίζουν κλιμακωτούς καταρράκτες.
Το θέαμα αυτή την εποχή είναι μεγαλόπρεπο — επιβλητικό — και υποβλητικό. Το καλοκαίρι μετατρέπεται σε ονειρικό και παραμυθένιο παλάτι νεραϊδών.
Η εξερεύνησή του άρχισε το 1966 και συνεχίστηκε ως τα 1968, σ’ όλες τις εποχές του χρόνου, για να διαπιστωθούν όλες οι υπάρχουσες ή απρόοπτες συνθήκες, που θα βοηθούσαν στη σωστή μελέτη της τουριστικής αξιοποιήσεώς του.
Για να επιτευχθεί όμως αυτή η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε το 1974, χρειάσθηκε να λυθούν πολλά και δύσκολα προβλήματα, που παρουσίαζαν οι εποχιακές συνθήκες, αλλά και άλλα, που πρόσφερε αυτό τούτο το σπήλαιο, τόσο για τον τουρισμό, όσο και για την επιστήμη.
Για να είμαστε περισσότερο κατανοητοί χωρίζουμε το σπήλαιο σε τρία κύρια τμήματα. Το πρώτο τμήμα του, που διανοίγεται στην αρχή σε δύο ορόφους με υψομετρική διαφορά 22 μ. και μήκος 350 μ., είναι χερσαίο. Το δεύτερο έχει μήκος 500 μ. περίπου και καλύπτεται από τις 13 κλιμακωτές λίμνες — όπως αναφέραμε — και το τρίτο έχει μήκος 1.150 μ. και είναι χερσαίο. Οι οροφές και των τριών τμημάτων φθάνουν μέχρι ύψος 30 μ. περίπου.
Η μελέτη τουριστικής αξιοποιήσεως του σπηλαίου, που εκπονήθηκε το 1974, κατά τρόπο που να επιδείχνονται σε όλες τις εποχές του χρόνου — κατά το δυνατόν — οι αξιολογότατες φυσικές ομορφιές του από διαδρόμους — εναέριες γέφυρες — σκάλες — αποβάθρες για βάρκες κ.λπ., περιορίσθηκε στα δύο πρώτα τμήματά του. Το τρίτο τμήμα του αποκλείστηκε, γιατί διαπιστώθηκε σύγχρονη — ίσως και πριν από 100 χρόνια — απόσταση ογκόλιθων από την πανύψηλη οροφή του, που … δεν αποκλείεται να επαναληφθεί στο μέλλον. Επίσης, αποκλείσθηκαν από την τουριστική διαδρομή οι πρώτοι θάλαμοι του σπηλαίου, που ανήκουν στον κάτω όροφο του πρώτου τμήματος γιατί, εκτός που στερούνται αξιόλογου στολισμού, είναι επίπονη η επίσκεψή τους (22 μ. υψομετρική διαφορά) και παράλληλα τρομερά δαπανηρή η πρόσβασή τους.
Η διάνοιξη τεχνικής εισόδου
Ως σωστή λύση αυτού του προβλήματος υποδείχθηκε διάνοιξη τεχνικής εισόδου στην αρχή του επάνω ορόφου του πρώτου τμήματος («Θάλαμος νυχτερίδων»), που θα έχει ως αποτέλεσμα την άνετη επίσκεψη του σπηλαίου και παράλληλα τον περιορισμό του κόστους για την πρόσβασή του.
Όμως, το πρώτο τμήμα του σπηλαίου στον κάτω όροφο που αποκλείστηκε από την τουριστική διαδρομή, χαρακτηρίσθηκε ως ιδεώδες, για την εγκατάσταση Βιοσπηλαιολογικού Εργαστηρίου τύπου Μουλίς της Γαλλίας, γιατί συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις γι’ αυτό τον σκοπό: ικανοποιητικό μέγεθος — υγρασία — λάσπη — τρεχούμενα και στάσιμα νερά τον χειμώνα — ψηλές οροφές — ελικοειδείς διαβάσεις — σκότος — άνετο αερισμό — μεγάλη είσοδο — ηλεκτρικό ρεύμα — δρόμο αμαξιτό ως την είσοδο κ.λπ.. Σ’ αυτό θα είναι δυνατή η καλλιέργεια και η παρακολούθηση διαβιώσεως και εξελίξεως σπηλαιόβιων οργανισμών, σε φυσικό περιβάλλον, από ειδικούς επιστήμονες — Βιοσπηλαιολόγους — που διαθέτει ήδη η χώρα μας.
Έτσι, με την εφαρμογή των υποδείξεών μας για τουριστική και επιστημονική αξιοποίηση του σπηλαίου «Των λιμνών» Καστριών Καλαβρύτων, θα μετατραπεί αυτή η σχετικά φτωχή περιοχή σε Τουριστικοεπιστημονικό Κέντρο Διεθνούς Προβολής, συμβάλλοντας στην άμεση εξύψωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της και γενικότερα, στην Εθνική Οικονομία.
Ας σημειωθεί ότι, σ’ όλο τον κόσμο υπάρχουν ελάχιστα βιοσπηλαιολογικά εργαστήρια σε φυσικό περιβάλλον.
Προσθέτουμε ακόμη, ότι οι επισκέπτες εκτός από την απόλαυση της θαυμαστής υπόγειας τουριστικής διαδρομής μέσα στο σπήλαιο, θα έχουν και την απόλαυση της νέας θαυμαστής επίγειας διαδρομής: Καλάβρυτα — Κλειτορία — Καστριά — Σπήλαιο — Απανόκαμπος — Κάτω και Πάνω Λουσοί — Καλάβρυτα και αντίθετα.
Στο όλο πρόγραμμα της επίσκεψης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται μικρή παρέκκλιση προς Πλανητέρου και πηγές Αροανίου, που προσφέρουν απαράμιλλη διαδρομή και γραφικά τοπία καταπράσινα, με άφθονα τρεχούμενα νερά και ιχθυοτροφεία με πέστροφες».
Η ως άνω μελέτη γραμμένη από την κορυφαία ελληνίδα σπηλαιολόγο, φιλικά διακείμενη στην τότε Κοινότητα Καστριών και στους κατοίκους της, στα όρια της οποίας κείται το «Σπήλαιο των Λιμνών», δημοσιεύθηκε το 1978 στον ημερήσιο Αθηναϊκό Τύπο και συγκεκριμένα στη «Βραδυνή» από το δημοσιογράφο και πρόεδρο τότε της Ε.Σ.Η.Ε.Α., αείμνηστο Γιώργο Ν. Αναστασόπουλο, θερμός μας υποστηρικτής και ένας από τους πρωτεργάτες με πολιτική επιρροή στο ζήτημα της τουριστικής αξιοποιήσεως του Σπηλαίου, ο οποίος και καταγόταν από τα Καστριά.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ελληνίδα σπηλαιολόγος ήθελε η μελέτη της να δημοσιευθεί στον Αθηναϊκό Τύπο για δύο βασικούς λόγους, για τη διαφήμιση του «Σπηλαίου των Λιμνών» στο ευρύ κοινό και για να επηρεάσει και να πείσει τους κρατικούς φορείς και τους αρμόδιους του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) για την έγκριση της χρηματοδότησης των έργων στο «Σπήλαιο των Λιμνών».
Η μελέτη αυτή αποτέλεσε την επιστημονική και περιγραφική ανάλυση του φυσικού εσωτερικού διακόσμου του Σπηλαίου, βάσει της οποίας λύθηκαν πολλά δύσκολα προβλήματα που παρουσίαζαν οι εποχιακές συνθήκες. Υπήρξε η βάση και το κίνητρο στην Κοινότητα τότε των Καστριών, για την επίτευξη του στόχου στο ζήτημα της χρηματοδότησης του Σπηλαίου.
Και όπως η ίδια γράφει: «με την εφαρμογή των υποδείξεών μας, για τουριστική και επιστημονική αξιοποίηση του σπηλαίου «ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ» Καστριών Καλαβρύτων, θα μετατραπεί αυτή η σχετικά φτωχή περιοχή σε τουριστικοεπιστημονικό Κέντρο Διεθνούς Προβολής, συμβάλλοντας στην άμεση εξύψωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της και γενικότερα στην Εθνική οικονομία».
Τελικά, τα εγκαίνια έναρξης της λειτουργίας του πραγματοποιήθηκαν από την τότε Κοινότητα των Καστριών στις 4 Αυγούστου 1991, μετά από μακροχρόνια γραφειοκρατική διαδικασία. Το «Σπήλαιο των Λιμνών» λειτούργησε ως αμιγής αναπτυξιακή επιχείρηση, νομικού προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, του οποίου τα διαθέσιμα έσοδα επενδύοντο, σύμφωνα με το καταστατικό της, για παραπέρα αξιοποίηση και προβολή του Σπηλαίου με ευθύνη και επίβλεψη της Κοινότητος, της οποίας ο πρόεδρος ήταν συγχρόνως και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής.
Όμως, η εφαρμογή των νόμων στους Ο.Τ.Α. «Καποδίστρια» και «Καλλικράτη» κατάργησε τις Κοινότητες. Τα Καστριά ανήκουν πλέον στο Δήμο Καλαβρύτων. Η δε Κοινοτική επιχείρηση το «Σπήλαιο των Λιμνών», μετονομάσθηκε σε Δημοτική Επιχείρηση, της οποίας ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής διορίζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του Δημάρχου. Έκτοτε, μετά την κατάργηση των Κοινοτήτων τα Καστριά είναι πλέον απόμακρα!
Ο Ξενώνας στα Καστριά παραμένει ημιτελής «έρημος και αραχλιασμένος» πάνω από είκοσι χρόνια. Κανείς Καστριώτης δεν επιλέγεται στο διοικητικό συμβούλιο της Επιχείρησης. Τα διαθέσιμα έσοδα της επιχείρησης δεν διατίθενται πλέον για τη βελτίωση της τουριστικής υποδομής για ανάπτυξη του προσδοκώμενου εναλλακτικού τουρισμού σε όλη την Επαρχία μας, σε όλα τα χωριά μας …
Χρήστος Δ. Αναστασόπουλος