Η μερική ή ολική αντικατάσταση ισχίου μετά από κάταγμα και η αποτελεσματικότητά τους

Μέχρι σήμερα, τα άτομα που υπέφεραν από κάταγμα στο ισχίο αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στην μερική ή ολική αντικατάστασή του. Δεν υπάρχει εν τέλει σημαντική διαφορά ό,τι κι αν επιλέξουν, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Η συγκεκριμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine» παρουσιάστηκε χτες στο αμερικάνικο συνέδριο της Εταιρείας Ορθοπεδικού Τραύματος (Orthopedic Trauma Association).

Στην έρευνα που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του ΜακΜάστερ έλαβαν μέρος περίπου 1.500 άτομα από 80 κέντρα 10 διαφορετικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Ισπανία, Φιλανδία, Νορβηγία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική). Όσοι είχαν υποβληθεί σε αρθροπλαστική ολικής αντικατάστασης του ισχίου λειτουργούσαν ελαφρώς καλύτερα μετά από δύο χρόνια, αλλά είχαν αυξημένες πιθανότητες επιπλοκών, ενδέχεται επομένως, η ολική αντικατάσταση του ισχίου σε τέτοιες περιπτώσεις να μην είναι επιτακτική.

«Το κάταγμα ισχίου είναι μια από τις 10 πιο συχνές αιτίες αναπηρίας των ενηλίκων παγκοσμίως», δήλωσε ο Μοχίτ Μπαντάρι, ορθοπεδικός χειρουργός, καθηγητής χειρουργικής στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ και βασικός ερευνητής του παρόντος εγχειρήματος.

Ελλείψει συστηματικών και οριστικών ευρημάτων οι χειρουργοί πρότειναν μέχρι σήμερα ολική αντικατάσταση του ισχίου. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι η ημιαρθροπλαστική ισχίου μπορεί να έχει το ίδιο καλά αποτελέσματα με την ολική αρθροπλαστική.

Ο δρ Τόμας Έινχορ, συνεργάτης του Μπαντάρι από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης υπογραμμίζει το οικονομικό όφελος αυτού του ευρήματος, καθώς στο εξής θα βελτιωθεί η διαχείριση των πόρων για την υγεία.

Το είδος της επέμβασης δεν φάνηκε να παίζει κανένα ρόλο στα ποσοστά θνησιμότητας ή στο αν θα χρειαστεί να γίνουν και άλλες παρεμβάσεις για το ισχίο τον επόμενο ένα χρόνο. Το 42% των ατόμων που είχαν κάνει ολική αρθοπλαστική ισχίου βρέθηκαν αντιμέτωποι με σοβαρές επιπλοκές, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνους που είχαν κάνει ημιαρθροπλαστική ήταν 37%. Οι πρώτοι δήλωναν λιγότερο πόνο, ακαμψία και καλύτερη λειτουργικότητα συγκριτικά με τους δεύτερους αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν στατιστικώς σημαντικά.

Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η μη ύπαρξη διαφοράς μεταξύ ολικής αρθοπλαστικής και ημιαρθροπλαστικής συνιστά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα για όσους διαβιούν σε περιοχές του κόσμου όπου δεν έχουν πρόσβαση σε ολική αρθροπλαστική ή το κόστος της είναι απαγορευτικό.