Ο ευσεβισμός (pietismus)

Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού «τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Γρηγ. Θεολ. PG 36, 632). Αρα η φυσική πορεία του ανθρώπου τείνει προς την «κατά χάριν θέωσιν». Εάν δεν επιτύχουμε την «κατά χάριν θέωσιν» όλη η ζωή μας θα είναι μία παταγώδης αποτυχία. Ευστόχως ο Οσιος Μάξιμος ο Ομολογητής το προσδιορίζει: «Προς την θείαν φέρεται (οάνθρωπος) συντόνως συμβίωσιν, μίαν ζημίαν ηγούμενος, καν πάντων δεσπόζη των επί γης, την της προσδοκωμένης κατά χάριν θεώσεως αποτυχίαν» (P.van Deun, CCSG 23, 509).
Δυστυχώς, κυρίως ο σύγχρονος άνθρωπος αγωνίζεται στη ζωή του χωρίς τον Δημιουργό του Θεό. Βυθισμένος στο «εγώ» του, καταβάλλει αγωνιώδη προσπάθεια για μια ηθική βελτίωση, είτε χριστιανική είτε ουμανιστική. Και οι δύο, όμως, αυτοί τρόποι αγώνος έχουν ως κέντρο τους τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τον Δημιουργό του Θεό.
Η πιο πάνω στάση του χριστιανού ανθρώπου καθορίζει μία πορεία ευσεβιστική (πιετισμός), η οποία εμφανίσθηκε αρχικά κατά τον 17ο αιώνα στους κύκλους του Λουθηρανισμού και αποσκοπούσε στην τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος των Προτεσταντών. Κύριος διαμορφωτής της τάσεως αυτής ήταν ο πάστορας Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635-1705), ο οποίος δίδαξε αυτή την ευσεβιστική θρησκευτική ζωή.
Η ηθική αυτού του ευσεβισμού αποσύρει την εμπιστοσύνη της στον Θεό και κινείται εγωκεντρικώς, υποδεικνύουσα ως θρησκευτικά – ηθικά πρότυπα άλλα πρόσωπα, εκτός του Προσώπου του Θεανθρώπου Κυρίου. Ο καθηγητής Φαράντος επισημαίνει: «Ο ευσεβιστής παρουσιάζεται ως μη έχων εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν, όστις γνωρίζει πώς κυβερνά την Εκκλησίαν του, και ως έχων υπερβολικήν πεποίθησιν εις εαυτόν και εις τας δυνάμεις του» (Δογμ. Ηθ., Αθήναι 1973, σ. 172). Ο δε καθηγητής Απ. Νικολαΐδης γράφει σε ένα άρθρο του: «Ο ευσεβισμός πρώτα εισέβαλε στη Ρωσική Εκκλησία κατά την εποχή του Μ. Πέτρου […] Στον Ελλαδικό χώρο εισήλθε στα χρόνια του Ελληνικού Διαφωτισμού, ενισχύθηκε με την προτεσταντική οργάνωση της Ελλαδικής Εκκλησίας στα μέσα του 19ου αιώνος, ενώ επεκράτησε στις αρχές του 20ού αιώνος κυρίως με την ίδρυση και δραστηριοποίηση των λεγομένων θρησκευτικών Αδελφοτήτων» (Θεολογία 90, 2019).
Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία δεν είναι μία θρησκευτική ιδεολογία, αλλά το μυστικό Σώμα του Χριστού, το οποίο αδιάκοπα προσλαμβάνει τον κόσμο του ατομικισμού, του εγωκεντρισμού και της διασπάσεως και τον μεταβάλλει σε ενότητα πνευματικής ζωής, προσωπικής σχέσεως και αγαπητικής κοινωνίας. Οι ευσεβιστές κινούνται σε μη Ορθόδοξο ηθική, η οποία δεν εκπροσωπεί το γνήσιο Εκκλησιαστικό και Πατερικό πνεύμα. Ο Ορθόδοξος εκκλησιαστικός άνθρωπος έχει τη συναίσθηση ότι δεν ανήκει σε πρόσωπα και ευσεβιστικές ομάδες, αλλά ανήκει στην Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία του Θεανθρώπου Κυρίου. Και τούτο για τον λόγο ότι η εκκλησιαστική ηθική και ζωή δεν είναι ενδοκοσμική, αποσκοπούσα στην ατομική δικαίωση και τελειότητα, αλλά στην κατά χάριν θέωσιν και σωτηρία.
Βεβαίως, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο ευσεβισμός γέννησε και βοήθησε να αναπτυχθεί ο εγωκεντρισμός και η ηθικιστική ζωή και κατ’ αυτόν τον τρόπο εγκλώβισε τον άνθρωπο σε μια πλαστογραφημένη αντίληψη της χριστιανικής πίστεως και ευσεβείας. Ακόμη ο ευσεβισμός παρουσιάζει την Εκκλησία ως μία θρησκευτική ιδεολογία και όχι ως μία θεανθρώπινη κοινωνία λυτρώσεως και σωτηρίας.
Θα έπρεπε να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι ο άνθρωπος σώζεται όχι με την ευσεβιστική πορεία και ζωή, αλλά με τη βίωση της σωτηρίας μέσα από την υποταγή του ατόμου στην εμπειρία κοινωνίας του εκκλησιαστικού Σώματος, στο Ευαγγελικό ήθος και στον χώρο της Αγιοπατερικής κοινωνίας και ζωής.

* Ο Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος είναι Ιεροκήρυκας της Ι. Μ. Πατρών και
δρ. Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.