Η έλλειψη του κράτους πρόνοιας και οι τομές του ΣΥΡΙΖΑ

Οπως έδειξε το πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής της προηγούμενης περιόδου, κυρίως όμως όπως το τεκμηριώνουν οι μελέτες και η έρευνα των επιστημόνων, βρισκόμαστε σε μια περίοδο δημογραφικής κρίσης.

Μιας κρίσης που, ενώ έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες, εντάθηκε στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Για να το θέσω διαφορετικά, με την οικονομική κρίση αποκαλύφθηκαν όλες οι παθογένειες και οι ανεπάρκειες ή οι ελλείψεις ενός συστήματος του οποίου η κοινωνική πρόνοια ήταν αποσπασματική και ελλιπής.

Με αυτή την έννοια, το ήδη υπάρχον δημογραφικό πρόβλημα άρχισε την περίοδο της οικονομικής κρίσης να προσλαμβάνει διαστάσεις επικίνδυνες, να πλησιάζει το «κατώφλι» από το οποίο και πέρα οι επιστήμονες θεωρούν ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Από την άλλη μεριά, βέβαια, η Ευρώπη στο μεγαλύτερο μέρος της αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα, με τις χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης να βρίσκονται στην κόκκινη ζώνη. Η Ευρώπη λοιπόν -ο δυτικός κόσμος εν γένει- παρουσιάζει υπογεννητικότητα σε έναν πλανήτη με μεγάλη υπεργεννητικότητα.

Η δημογραφική κρίση στην Ελλάδα επομένως είναι ένα σύνθετο πρόβλημα και σε αυτές τις σύνθετες διαστάσεις του πρέπει να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία. Πρώτον, λοιπόν, η Ελλάδα ανήκει σε έναν κόσμο στον οποίο έχουν αλλάξει -εδώ και δεκαετίες- οι νοοτροπίες αυτές που οδηγούσαν κάποτε τις κοινωνίες μας στην απόκτηση πολλών παιδιών. Σε χώρες όπως η Γαλλία, η Σουηδία και άλλες ήδη από τη δεκαετία του ’60, όταν διαπιστώθηκε αυτή η οριστική στροφή στις νοοτροπίες, η πολιτεία εφάρμοσε ένα σύγχρονο μοντέλο κοινωνικού κράτους, προσαρμοσμένου στις νέες πραγματικότητες: δομές (βρεφονηπιακοί σταθμοί, στήριξη μονογονεϊκών οικογενειών, επιδόματα κ.λπ.) που ενίσχυσαν τη χειραφέτηση των γυναικών και την ισότητα των δύο φύλων, καθιστώντας έτσι την απόκτηση παιδιού, όχι εμπόδιο, αλλά μέρος των αλλαγών της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι είχαμε την ίδια σχεδόν πορεία αλλαγών στις νοοτροπίες, δεν είχαμε, ωστόσο, ένα ουσιαστικό κράτος πρόνοιας, που να μην είναι αποσπασματικό, κατακερματισμένο και εντέλει πελατειακό. Η επιδοματική πολιτική μόνο στις πολύτεκνες οικογένειες δεν αντιμετώπιζε σε βάθος χρόνου το μείζον: τις αλλαγές στις νοοτροπίες. Δεν είναι τυχαίο ότι στις χώρες του Νότου -σε αυτές, δηλαδή, που δεν υπήρξε ένα συστηματικό και μεθοδικό κράτος πρόνοιας- το πρόβλημα είναι κατά πολύ οξύτερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η έλλειψη, λοιπόν, ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας άφηνε το πρόβλημα να εξελίσσεται, χωρίς κάποια δυναμική παρέμβαση που θα το περιόριζε.

Η έλλειψη κράτους πρόνοιας αποδεικνύεται από ένα σημαντικό γεγονός: στην προ κρίσης Ελλάδα η παιδική φτώχεια ήταν ήδη πολύ υψηλή σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγχρόνως, στην Ελλάδα, ενώ τη δεκαετία του 2000 φαίνεται μια σχετική δημογραφική ανάκαμψη χάρη στα παιδιά που απέκτησαν οι μετανάστες της δεκαετίας του ’90, αυτό δεν αποτυπώθηκε σε μια πολιτική διάρκειας, προσαρμοσμένη και σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.

Η οικονομική κρίση επιδείνωσε το πρόβλημα, μετατρέποντάς το σε μια πραγματική δημογραφική κρίση. Στο ήδη στρεβλό, αποσπασματικό και πελατειακό προνοιακό κράτος συσσωρεύτηκαν ακόμα πιο επιβαρυντικοί παράγοντες: ανεργία, επισφαλής εργασία, περιστολή και κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, κάτι που οδήγησε τους νέους ανθρώπους σε μαζική έξοδο. Η Ελλάδα, όπως και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που γνώρισαν τη μεγαλύτερη έξοδο πληθυσμού, αλλά και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου έχασε ένα μεγάλο μέρος του πιο δυναμικού πληθυσμού της. Η παιδική φτώχεια άγγιξε αδιανόητα επίπεδα, ενώ η ισότητα των φύλων υπονομεύτηκε σοβαρά. Η έλλειψη δε μιας διαχρονικής προνοιακής πολιτικής για τους ηλικιωμένους υποχρέωσε μεγάλο αριθμό γυναικών να αναλάβουν τη φροντίδα τους την περίοδο της κρίσης.

Με αυτές τις πραγματικότητες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη δημογραφική κρίση στις επείγουσες διαστάσεις της, θέτοντας όμως τα θεμέλια για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα σε βάθος χρόνου. Η επιδοματική πολιτική άμεσο στόχο είχε την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας, ενώ η πολιτική για την έρευνα κ.λπ. την ανάσχεση της μαζικής εξόδου των νέων. Από την άλλη μεριά, τέθηκαν τα θεμέλια για μια πολιτική προσαρμοσμένη στις πραγματικότητες της κοινωνίας: ενίσχυση από το πρώτο παιδί -και όχι μόνο στις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες-, βρεφονηπιακοί σταθμοί, αυτονόμηση των ηλικιωμένων, μεθοδική αντιμετώπιση από το κράτος των πολιτών με αναπηρίες (ποτέ δεν είχε γίνει στο παρελθόν) κ.ά.

Εν ολίγοις, για την Αριστερά το δημογραφικό είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η επιδότηση της γέννησης ενός παιδιού είναι μεν ανακουφιστική βραχυπρόθεσμα, δεν επιλύει όμως το πρόβλημα ούτε καν μεσοπρόθεσμα. Ούτε λύνεται, βέβαια, με αναχρονιστικές και ανεδαφικές υποχωρήσεις σε ένα «ιδεατό παρελθόν» πολυτεκνίας, που μοναδικό αποτέλεσμα έχουν την περιστολή των δικαιωμάτων των γυναικών. Το δημογραφικό είναι ελληνικό αλλά και ευρωπαϊκό πρόβλημα. Επιβάλλεται, λοιπόν, εθνική αλλά και ευρωπαϊκή αντιμετώπιση.

ΤΗΣ ΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΣΥΡΙΖΑ