Τι προέβλεπε ο νόμος περί βάσιμης απόλυσης- Γιατί τον κατάργησε η κυβέρνηση

Η κατάργηση της διάταξης περί βάσιμου λόγου απόλυσης έγινε η αφορμή για κόντρα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης εχθές στη Βουλή, η οποία συνεχίστηκε και σε επικοινωνιακό επίπεδο.

Ο αρμόδιος Υπουργός Γιάννης Βρούτσης, δικαιολογώντας την απόφαση για την κατάργηση της διάταξης, υποστήριξε ότι αποδείχθηκε βλαπτική διότι τα αποτελέσματα των απολύσεων δείχνουν αύξηση απολύσεων από το 2018 στο 2019, την οποία ο Υπουργός απέδωσε στη διάταξη αυτή.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές αμέσως μετά την εφαρμογή της διάταξης τον Μάιο, το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων ήταν αρνητικό κατά 14.691 θέσεις. ( Εργάνη Ιούλιος 2019). Η ρύθμιση σημειώνει η κυβέρνηση όχι μόνο δεν είναι «φιλεργατική» αλλά μετατράπηκε σε «κόφτη για τις προσλήψεις» και θέτει σε κίνδυνο την καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο.

Επίθεση στην κυβέρνηση εξαπέλυσε η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου η οποία σε ανάρτησή της αναφέρει τα εξής:

«Με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, εκτός διαδικασίας και πέντε λεπτά πριν κλείσει η συζήτηση στη Βουλή, ο κ. Βρούτσης επιχείρησε να καταργήσει κορυφαίας σημασίας ρυθμίσεις για τα εργασιακά, που θέσπισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, το αιτιολογημένο των απολύσεων, την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες και τις ευνοϊκές προθεσμίες υπέρ των εργαζομένων που διεκδικούν τα δικαιώματά τους με την παρέμβαση του ΣΕΠΕ. Εκτελώντας προφανώς συμβόλαιο με το ΣΕΒ».

Τι προέβλεπε όμως η διάταξη που καταργήθηκε;

Η διάταξη Αχτσιόγλου για το βάσιμο λόγο ως σωρευτικό κριτήριο για το έγκυρο της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου, προέβλεπε ότι η απόλυση είναι έγκυρη, εφόσον ο λόγος απόλυσης είναι «βάσιμος», δηλαδή οφείλεται στη μη ικανότητα του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, την ακατάλληλη συμπεριφορά του ή στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης.

Η καταγγελία πρέπει να έχει γίνει εγγράφως, να έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια ή να έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης.

Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι ήταν αναγκαία η κατάργηση καθώς προκαλούσε σύγχυση και στρέβλωση του πνεύματος και του γράμματος του άρθρου 24 αναθεωρημένου ευρωπαϊκού κοινωνικού χάρτη ως προς τα προστατευόμενα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Την ίδια ώρα νομικοί κύκλοι εκφράζουν ενστάσεις ως προς την συνταγματικότητα της αναδρομικής εφαρμογής της κατάργησης της διάταξης καθώς η τροπολογία που υπερψηφίστηκε χθες προβλέπει ότι καταργείται αφότου ίσχυσε. Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος επισημαίνει ότι είναι εκατοντάδες η και χιλιάδες οι αγωγές που έχουν ήδη κατατεθεί για την ακύρωση απολύσεων, οι οποίες φυσικά θα εκπέσουν στα δικαστήρια.

Η αλήθεια είναι ότι ο επιχειρηματικός κόσμος είχε εκφράσει τη δυσφορία του μόλις δημοσιοποιήθηκε η διάταξη. Ειδικότερα ο ΣΕΒ είχε χαρακτηρίσει τα περί βάσιμου λόγου κακή προσαρμογή στο εθνικό δίκαιο του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Αν ένας εργαζόμενος απολυθεί για βάσιμο λόγο, θα μπορούσε να μην έχει δικαίωμα σε αποζημίωση ή άλλη επανόρθωση. Τέτοιο δικαίωμα αποκτά αυτός που απολύεται χωρίς λόγο.

Πολλοί επιχειρηματίες εκτιμούσαν ότι με την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μπει «φρένο» στις προσλήψεις νέου προσωπικού καθώς θα λαμβάνουν υπόψη τους πόσο δύσκολα θα μπορούν να απολύσουν μελλοντικά έναν εργαζόμενο με σύμβαση αορίστου χρόνου. Θεωρούσαν μάλιστα ότι ο βαθμός δυσκολίας στις απολύσεις εργαζόμενων με σύμβαση αορίστου χρόνου θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τις ευέλικτες μορφές εργασίας.

Η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης ήταν αναγκαία σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές για τους εξής λόγους:

1. Η Ελλάδα έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο και τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (ΑνΕΚΧ) που κυρώθηκε από τη Βουλή το 2016.

2. Στη δυσάρεστη περίπτωση απόλυσης εργαζομένου υπήρχαν δύο επιλογές: είτε ο «βάσιμος λόγος απόλυσης» χωρίς αποζημίωση, είτε η καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο χωρίς «βάσιμο λόγο απόλυσης».

3. Με το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ήρθε προς ψήφιση τον Μάϊο, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, πλέον υπάρχει μία μόνον επιλογή: η καταγγελία της σύμβασης να γίνεται μόνο για «βάσιμο λόγο».

4. Η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν είναι «φιλεργατική» αλλά λειτουργεί εναντίον των εργαζομένων, καθώς:

(α) δυσχεραίνει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, και

(β) φέρνει τους ήδη εργαζόμενους σε χειρότερη θέση, καθώς στιγματίζεται για τον υπόλοιπο εργασιακό βίο ο εργαζόμενος που απολύεται.

5. Επιπλέον, με το άρθρο 58 του ίδιου νόμου επιδεινώνεται ραγδαία μια βασική παθογένεια του ελληνικού συστήματος, που είναι οι καθυστερήσεις στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων.

6. Η νέα κυβέρνηση με την κατάργηση αυτών των άρθρων – με βασικό της μέλημα τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας και την αποτελεσματική προστασία των υφιστάμενων – επιτυγχάνει τα εξής:

I. Καταργεί τον «κόφτη» στις προσλήψεις που έβαλε η προηγούμενη κυβέρνηση. Ενδεικτικά, από το συνδυασμό των πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης και της εφαρμογής του άρθρου 48, τον Ιούλιο 2019 το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων ήταν αρνητικό κατά 14.691 θέσεις.

II. Βάζει τέλος στον ουσιαστικό διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που έχουν εργασία και εκείνων που είναι άνεργοι, ή μόλις ξεκινούν τον εργασιακό τους βίο (insiders/outsiders της αγοράς εργασίας).

III. Αποτρέπει τη μαζική μετατροπή σχέσεων εργασίας σε ορισμένου χρόνου, σε συμβάσεις έργου, και σε υπεργολαβίες, και θα οδηγούσε τελικά σε σημαντική ενίσχυση της «μαύρης», αδήλωτης, εργασίας.