Τα αγκάθια της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης-Μέχρι την Παρασκευή στην Αθήνα οι επικεφαλής των δανειστών

Μπορεί η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση να κύλησε χωρίς προβλήματα για την κυβέρνηση αλλά η δεύτερη που ξεκινά σήμερα φαίνεται πως δεν θα είναι τόσο ανέφελη.

Ήδη, οι δανειστές καταγράφουν καθυστερήσεις στην καθιέρωση ενός μηχανισμού δραστικής μείωσης των κόκκινων δανείων, οι προγραμματισμένες αποκρατικοποιήσεις πηγαίνουν από αναβολή σε αναβολή, ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου στο τέλος του 2018 δεν επετεύχθη, ο διορισμός μόνιμων γενικών διευθυντών στο δημόσιο δεν έχει υλοποιηθεί ενώ υπάρχει ευρύτατη ανησυχία για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις ενδεχόμενων δικαστικών αποφάσεων του ΣτΕ για καταβολή αναδρομικών από μνημονιακές περικοπές μισθών και συντάξεων.

 

Τα θέματα αυτά θα βρεθούν από σήμερα στο τραπέζι των διαβουλεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους επικεφαλής των θεσμών (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM, ΔΝΤ) σε μια διαδικασία η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στην Αθήνα την Παρασκευή.

Ήδη πάντως, το υπουργείο Εσωτερικών όπως προέκυψε κατόπιν ευρείας κυβερνητικής σύσκεψης θεωρεί δεδομένο – επικαλούμενο καθυστερήσεις του ΑΣΕΠ- ότι θα χαθεί χρονικά και ο νέος στόχος τοποθέτησης γενικών διευθυντών έως το τέλος Φεβρουαρίου.

Εδραίωση των καθυστερήσεων ή ανατροπές στις μνημονιακές δεσμεύσεις περιλαμβανομένων και αυτών για προσεκτική αύξηση του κατώτατου μισθού (αύξηση 10% όπως θα επιθυμούσε η κυβέρνηση δεν θεωρείται «συνετή κίνηση» από τους θεσμούς») εκτός από αρρυθμίες στην εκταμίευση της δόσης, ενδέχεται να επηρεάσουν και την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.

Τρία από τα θέματα και συγκεκριμένα το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη, ο κατώτατος μισθό και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν αποκλείεται τελικά να φτάσουν προς συζήτηση ακόμη και στο Eurogroup της 11ης Mαρτίου, στο οποίο αναμένεται να ληφθεί η απόφαση για την εκταμίευση ή μη των 750 εκατ. ευρώ των SMPs και ΑNFAs (επιστροφή κερδών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα που κατέχουν).

Έξοδος στις αγορές
Την ώρα πάντως που οι δανειστές καταγράφουν καθυστερήσεις και η Standard and Poor’s διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας τέσσερα σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (στο Β+), το οικονομικό επιτελείο αναζητά την κατάλληλη ευκαιρία για μια πρώτη απόπειρα εξόδου στις αγορές , έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος χρηματοδότησης από τον ESM.

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής του Γιώργος Χουλιαράκης θέλουν να αξιοποιήσουν την αναμενόμενη υπερψήφιση από τη Βουλή της συμφωνίας των Πρεσπών για να τραβήξουν την οικονομία από το πολιτικό τέλμα.

Έτσι μετά την ψήφιση της συμφωνίας, εντός του Ιανουαρίου η χώρα αναμένεται να επιστρέψει στις αγορές με την έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου για να δανειστεί ένα ποσό της τάξης του 1,5 – 2 δις. ευρώ. Άλλωστε, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων διαγράφουν πτωτική τροχιά τις τελευταίες εβδομάδες με αποτέλεσμα στην πενταετία να διαμορφώνονται οριακά πάνω από το 3% ( 3,018%) και στη δεκαετία στο 4,178%.

Πάντως η βιωσιμότητα του εγχειρήματος χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ευρήματα των θεσμών με την δεύτερη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας στις 27 Φεβρουαρίου. Επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα στείλει θετικό σήμα ανοίγοντας το δρόμο για την εκταμίευση 750 εκατ. ευρώ ενώ μια ενδεχόμενη αρνητική αξιολόγηση, θα σημάνει επιδείνωση του κλίματος αβεβαιότητας.

Η S&P στην έκθεσή της σημειώνει πως εντός των επομένων 12 μηνών θα μπορούσε να υπάρξει αναβάθμιση εάν ενισχυθεί η ανάκαμψη ή αν σημειωθεί αξιοσημείωτη μείωση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ενώ θετικό καταλύτη θα αποτελούσε τόσο η πλήρης άρση των capital controls όσο και η μείωση του δημοσιονομικού ρίσκου από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές στις συντάξεις.

Αντίθετα, σήμα υποβάθμισης στον ίδιο χρονικό ορίζοντα θεωρούνται ανατροπή υλοποιημένων μεταρρυθμίσεων και ένα ενδεχόμενο φρένο στην ανάπτυξη το οποίο θα περιόριζε την ικανότητα της χώρας να συνεχίσει τη δημοσιονομική σύγκλιση, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα.