Ιστορίες χωρίς τίτλο: Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς…

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979, δεν έχει αλλάξει ακόμη ο χρόνος. Στο 523 Τάγμα Εθνοφυλακής, σε ένα βουνό της Μυτιλήνης, όλοι κοιμούνται εκτός από τις σκοπιές και του θαλαμοφύλακες.

Είναι η δεύτερη χρονιά που βρίσκομαι παραμονή Πρωτοχρονιάς στο στρατόπεδο… εικοσιοκτώ μήνες είναι πολλοί και ακόμη αργεί η απόλυση. Είμαι μαζί με τον Μίλτο στην αποθήκη του εφοδιασμού, έχουμε βάλει μπόλικα ξύλα στην σόμπα και πάνω φέτες ψωμί και σε ένα τσίγκινο σκεύος κορν-μπιφ που θα συνοδεύσουν το κρασί που αγοράσαμε από το ταβερνάκι της Αγια-Παρασκευής. Ο Μίλτος είναι από την Καισαριανή και είναι καλλιτέχνης. Σπουδαστής στην σχολή του Κουν και βιρτουόζος του μπουζουκιού αλλά και λάτρης των τραγουδιών του Λευτέρη Παπαδόπουλου.. Σιγοτραγουδήσαμε πολλά αγαπημένα τραγούδια του εκείνο το βράδυ, όμως ένα το είπαμε εφτά φορές…

Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ’αυτό τον μαύρο τον ουρανό

Αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις…

Εφτά φορές είπαμε το …Αχ χελιδόνι μου… που έβγαινε με θυμό και πίκρα μέσα από τα σπλάχνα μας.

Αυτό το …Αχ, με έφερε πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, στα παιδικά μου χρόνια στο Κουκάκι και θυμήθηκα τα καρβουνιάρικα και τις μάντρες. Το καρβουνιάρικο της γειτονιάς μας, εκτός από κάρβουνα, είχε δύο βαρέλια με κρασί ρετσίνα και κοκκινέλι και δύο τραπέζια με καρέκλες. Η ρετσίνα ήταν από τα «Μεσόγεια» με ρετσίνι από τα πεύκα της Βραυρώνας και της Ραφήνας και συχνά πήγαινα να γεμίσω την πεντακοσάρα. Είχε πολλές ταβέρνες στην γειτονιά, κάθε καρβουνιάρικο, κάθε μάντρα, κάθε υπόγειο μαγαζιού είχε μεταβληθεί σε ταβέρνα και πουλούσε πάμφθηνη αγνή ρετσίνα. Εξοπλισμός μία φουφού, ένα τηγάνι, 3-4 τραπεζάκια, καμιά δεκαριά σαραβαλιασμένες καρέκλες και πέντε-έξη κασόνια. Και απαραίτητα σε όλα κρεμασμένα ένα-δυό κάδρα με την Γενοβέφα η τον Οθέλλο.

Ήταν και οι μάντρες με ασβεστωμένους τοίχους και για ντεκόρ γκαζοντενεκέδες με βασιλικό, στα πάτωμα χαλικάκι ψιλό και λιγοστές ψάθινες καρέκλες. Γέμιζαν τα Σαββατόβραδα από τους εργένηδες και τους «εμιγκρέδες» της γειτονιάς και όταν η ρετσίνα μαλάκωνε την καρδιά και φούντωνε την πίκρα, τότε ζωντάνευε το τζουκ-μποξ που απλόχερα τους χάριζε την φωνή και τα …αχ του Καζαντζίδη που έφευγαν από την αυλή και τρύπωναν στα ανοικτά παράθυρα και μπαλκόνια, χάϊδευαν τους τοίχους, μάζευαν δάκρυα και πόνο και έβρισκαν μισοάδεια τα μπακιρένια κατρούτσα όταν ξαναγύριζαν ανακουφισμένα …

Κι εγώ, μικρό παιδί ένοιωθα την φωνή του Καζαντζίδη να με ακολουθεί μέχρι την μάντρα της γειτονιάς στο Κουκάκι… καθώς τα λόγια του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, έκαναν τους άντρες να βουρκώνουν και με μάτια κόκκινα να σιγοψιθυρίζουν….

«Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη

Παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.

Σάββατο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη

Ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’όμορφο τ’όμορφο τ’απόβραδο

από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι»

Αχ να ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο……

…………………………………………….

Έχουμε κάνει εικοσιένα μήνες και θέλουμε άλλους εφτά, ξεχασμένοι στο ξεροβούνι. Το κρασί μας τέλειωσε, κόντευε να ξημερώσει κι ο Μίλτος συνέχιζε…

Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη δεν βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς,

Μόνο ο ντελάλης της αγοράς σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει

Άχου καρδούλα μου…

Εκείνο το βράδυ έγινα λάτρης του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ένας από τους πολλούς, σίγουρα χιλιάδες θαυμαστές του, που έχουν τραγουδήσει, χαρεί, συγκινηθεί, ονειροπολήσει αλλά και έχουν χορέψει με τα τραγούδια του.

Οι εικόνες αυτές πέρασαν από μπροστά μου με ταχύτητα, βάρυναν το βλέμμα, μεγέθυναν τα …αχ, ίσως έφταιγε η μέρα, μπορεί και το κρασί, τρέχανε οι χαμένοι μήνες μέσα στο υπόστεγο, ανέβαιναν στα βαρέλια, τρύπαγαν τα κιβώτια και τα σακιά κι εγώ συνόδευα τον φίλο μου και το μπουζούκι του.

Έχουν περάσει πολλές παραμονές Πρωτοχρονιάς, όμως αυτή του που έμπαινε το 1979, θα μου μείνει χαραγμένη στην μνήμη για πάντα. Καθώς ξημέρωνε και από το στενό παράθυρο του υπόστεγου, φαινόταν πέρα από τον κόλπο της Καλλονής μια… κροκάτη γάζα να ζωγραφίζει τον ορίζοντα, ο Μίλτος χάίδεψε τις χορδές του μπουζουκιού και μου ‘πε «…σήκω ρε να χορέψεις».

Η σόμπα κόντευε να σβήσει, οι λαμαρίνες είχαν παγώσει, σηκώθηκα με τα χέρια ψηλά, έσκυψα, το άρβυλο χτύπησε δυνατά το τσιμέντο, μου πέρασαν ξάφνου από μπροστά μου όσα ωραία άφησα πίσω, όσα μου στέρησαν κοντά δύο χρόνια, όσοι με περίμεναν… και γονάτισα.

…κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα

που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα

Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε

μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε.

«Το ζεϊμπέκικο είναι χορός μοναχικός και αντρίκιος…είναι μόνο για σένα », μου είπε.. Σηκώθηκα, με τα μάτια κλειστά, γύρισα το κορμί, έσυρα τα βήματα μέχρι τέλους…

Σε είκοσι ημέρες ο Μίλτος πήρε μετάθεση για το ΚΕΒΟΠ, από τότε δεν ξαναβρεθήκαμε….

Το 1979 ήταν ή τελευταία χρονιά που θα βρισκόμουν μακριά από την πόλη και τους ανθρώπους που αγαπώ κι έχω μέσα στην καρδιά μου.

(To χρονογράφημα του Θανάση Κούστα από την εφημερίδα “7 Μέρες Ενημέρωση”).