Ο Γιώργος Σεφέρης το 1940, παραμονές του πολέμου

Παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Γιώργος Σεφέρης είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Στις Μέρες Γ’ (1934-1940), το βαθύ και στοχαστικό του βλέμμα δεν αφήνει αμφιβολία για τα απειλητικά μηνύματα που έφταναν από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις προβοκάτσιες σε βάρος της Ελλάδας. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι άλλωστε εκείνος που συνέταξε το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, λίγη ώρα αφότου στο ήσυχο προάστιο της Κηφισιάς, ο Γκράτσι χτυπήσει το κουδούνι της κατοικίας του Ιωάννη Μεταξά.

 

Στις 14 Αυγούστου 1940 ο Σεφέρης γράφει: «Όλη την ώρα δουλειά στο Υπουργείο. Το τηλέφωνο δε σταματά. Η δημοσιογραφική επίθεση των Ιταλών δυναμώνει, μολονότι δεν έχει γίνει ακόμη καμιά διπλωματική ή άλλη ενέργεια. Ο Νικολούδης πάει κι έρχεται στο Υπουργείο Εξωτερικών ιδρωμένος, τσακισμένος. Κρατά καλά. Ό Μεταξάς πάντα σταθερός αλλά ορισμένοι συνεργάτες του πού φοβούνται, καθώς φαίνεται, τον βαραίνουν. Αλίμονο αν, από τώρα, δείξουμε το φόβο μας.

Παράξενες εντυπώσεις από όσους βλέπω ή ακούω έξω από την υπηρεσία. Άλλοι που πριν λίγους μήνες ακόμη φώναζαν να βγούμε με τους Άγγλογάλλους τώρα λακίζουν. Άλλοι πολιτικατζήδες, δε συλλογίζουνται τίποτε άλλο παρά πως θα τα καταφέρουν να βρίσκουνται μ’ εκείνους που μπορεί να διαδεχτούν την κυβέρνηση- ελεεινή ράτσα».

 

Μια μέρα αργότερα τορπιλίζεται η Έλλη. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και γνωρίζει την ίδια κιόλας μέρα, δεν ανακοινώνει τον εχθρό προσπαθώντας να αποτρέψει τον πόλεμο. Η Ιταλία κατηγορεί την Αγγλία για τον τορπιλισμό. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο αναμεταδίδει τις εκτιμήσεις για το χτύπημα: «Εξ εγκύρων αγγλικών κύκλων εδηλώθη ότι ουδέν αγγλικόν υποβρύχιον ευρίσκετο πλησίον της ελληνικής νήσου Τήνου». Ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρεται με μοναδικό τρόπο στον τορπιλισμό της Έλλης και είναι αποκαλυπτικός για τη στάση του Ιταλού ανταποκριτή του πρακτορείου Στέφανι όταν ειδοποιείται από το υπουργείο Τύπου να προσέλθει για να παραλάβει το ελληνικό ανακοινωθέν.

Ο Οκτώβριος του 1940

Στις 26 Οκτωβρίου το ιταλικό πρακτορείο Στέφανι μεταδίδει ότι ένοπλη ελληνική συμμορία επιτέθηκε με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον αλβανικών φυλακίων πλησίον της Κορυτσάς. Είναι η τελευταία πράξη του προβοκατόρικου σχεδίου του Ιταλού τοποτηρητή στην Αλβανία, προκειμένου να προκαλέσει την εισβολή στην Ελλάδα. Το προηγούμενο βράδυ, σύμφωνα με όσα μετέδιδε το πρακτορείο, είχε γίνει έκρηξη τριών βομβών κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη στους Αγίους Σαράντα και οι αρχές αναζητούσαν τους «Έλληνες ή Βρετανούς πράκτορες που τις έβαλαν». Αυτό για τους Ιταλούς θα ήταν αφορμή πολέμου. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων διαψεύδει κατηγορηματικά και τις δύο ειδήσεις με εντολή του Μεταξά. Οι πληροφορίες του Αθηναϊκού Πρακτορείου είναι «εξ αρμοδίων πηγών», όπως θα λέγαμε σήμερα… «σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές».

 

Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου του 1940, το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινιάζει τη χειμερινή του περίοδο με την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι από τη Λυρική Σκηνή. Την παράσταση παρακολουθεί η κυβέρνηση Μεταξά, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας, και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι, η ιταλική πρεσβεία δίνει δεξίωση. Η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίζεται στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Ν. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη (σ.σ. αναφορά στη δεξίωση κάνει και στο ημερολόγιο του ο Γιώργος Σεφέρης). Η δεξίωση ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες. Την ώρα της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία φθάνει σε κομμάτια ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα.

Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση. Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Η επίδοση της διακοινώσεως έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας κι ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά. Ο πόλεμος ήταν πια εδώ…

Γράφει ο Σεφέρης:  

«Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.

Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.

Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες…»

Πηγή: ΑΠΕ από το κείμενο της Κατερίνας Βλαχοδήμου, 

Γιώργος Σεφέρης: Μέρες Γ΄(16.Απρίλη 1936-14.Δεκέμβρη 1940)-Εκδόσεις Ίκαρος

Γιώργος Σεφέρης: Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ 1935-1944-Εκδόσεις Ίκαρος

Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων

Εφημερίδες Ακρόπολις, Ελεύθερον Βήμα, Ασύρματος, Ριζοσπάστης