ΠΑΤΡΑ: Ο “Σκοτεινός Ποταμός”, σήμερα, στην προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης

Στη δεύτερη προβολή της περιόδου η Κινηματογραφική Λέσχη Πάτρας προγραμματίζει μια εξαιρετική ταινία εμπνευσμένη από λογοτεχνική πηγή, από μια Βρετανίδα σκηνοθέτη, που δημιουργεί αφοπλιστικά κοινωνικά δράματα για την εργατική τάξη και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στη χώρα της, την ταινία “Σκοτεινός Ποταμός”.

Οι προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης γινονται κάθε Δευτέρα στο Oden Veso Mare.

Πρώτη προβολή: 6.00 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: 8.15 μ.μ.
Τρίτη προβολή: 10.30 μ.μ.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Αλις, η οποία αποφασίζει μετά το θάνατο του αποξενωμένου πατέρα της να επιστρέψει στη γενέτειρά της. Εκεί θα βρει τη φάρμα στα πρόθυρα της διάλυσης και θα έρθει σε σύγκρουση με τον αδερφό της, ο οποίος έχει παραδοθεί στον αλκοολισμό και την αντιμετωπίζει με εχθρότητα και απαξίωση, ενώ τα μυστικά του σκοτεινού παρελθόντος της οικογένειας δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα.

Με λιτότητα που θυμίζει τον Κεν Λόουτς, η ταινία συγκλίνει τις παράλληλες πορείες δύο μοναχικών χαρακτήρων, που η τραχύτητα του τοπίου έχει μετακομίσει στην ψυχή τους.

 

· Σκηνοθεσία- Σενάριο: Κλιό Μπάρναρντ
Ηθοποιοί: Ρουθ Γουίλσον, Μαρκ Στάνλεϊ, Σον Μπιν, Εσμε Κριντ-Μάιλς.
Φωτογραφία: Αντριάνο Γκόλντμαν
Μοντάζ: Λουκ Ντάνκλεϊ, Νικ Φέντον.
Μουσική: Χάρι Έσκοτ.
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο (Έγχρωμη)
Διάρκεια: 90΄
Διακρίσεις:

– Toronto International Film Festival 2017: Βραβείο-Τιμητική Αναφορά στην Clio Barnard.
– Υποψηφιότητες σε Φεστιβάλ.

Μετά το θάνατο του πατέρα της η Άλις επιστρέφει στην οικογενειακή φάρμα και διεκδικεί το μερίδιο που της είχε υποσχεθεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός της όμως, ο οποίος δουλεύει εκεί από μικρό παιδί, αρνείται να της το παραχωρήσει.

 

Σκληρό και ψυχολογικά διεισδυτικό δράμα, υπόδειγμα σεναριακής λιτότητας, από τη σκηνοθέτιδα του «Εγωιστή Γίγαντα».

 

Αληθινές ιστορίες, λογοτεχνικά έργα που διασκευάζονται ελεύθερα, το άγριο τοπίο του Γιορκσάιρ και μια τραυματική παιδική ηλικία αποτελούν τα βασικά κινηματογραφικά­ υλικά της Κλίο Μπάρναρντ, η οποία ξεκίνησε με το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ «The Arbor» κι έγινε διεθνώς γνωστή με τον σπουδαίο «Εγωιστή Γίγαντα». Ενώ η τελευταία ταινία της εμπνεόταν χαλαρά από το ομώνυμο διήγημα του Όσκαρ Ουάιλντ, ο «Σκοτεινός Ποταμός» εκκινεί από κάποιες βασικές ιδέες του μυθιστορήματος της Ρόουζ Τρεμέιν «Trespass», τις οποίες φυτεύει στο αφιλόξενο­ έδαφος του Γιορκσάιρ στη Βορειο­ανατολική Αγγλία. Εκεί επιστρέφει ύστερα από 15 ολόκληρα χρόνια η Άλις αμέσως μόλις πληροφορείται το θάνατο του πατέρα της. Συνηθισμένη στις αγροτο-κτηνοτροφικές­ δουλειές, είναι αποφασισμένη­ να διεκδικήσει το μερίδιο στην οικογενειακή φάρμα που της είχε υποσχεθεί εκείνος κάποτε. Ο μεγαλύτερος αδερφός της όμως, ο οποίος δουλεύει εκεί από μικρό παιδί, αρνείται να της το παραχωρήσει.

Με μια λιτή αμεσότητα που θυμίζει το «Κες» του Κεν Λόουτς, σημείο αναφοράς για τις ιστορίες ενηλικίωσης του βρετανικού σινεμά, με σιωπές που εξηγούν πολλά, βλέμματα που γεμίζουν εκκρεμότητα το επόμενο δευτερόλεπτο και φλας μπακ που εισβάλλουν στο παρόν στοιχειώνοντάς το, η Μπάρναρντ συγκλίνει τις παράλληλες πορείες δύο μοναχικών, πληγωμένων και πεισματάρηδων χαρακτήρων. Πρόκειται για ανθρώπους που η τραχύτητα του τοπίου έχει μετακομίσει στην ψυχή τους και είναι καταδικασμένοι να βάψουν με αίμα την καθαρτήρια πράξη η οποία θα τους λυτρώσει από την «προπατορική» αμαρτία. Μόνο που οι βιβλικές αναφορές έχουν εξοριστεί μακριά από το κινηματογραφικό Γιορκσάιρ της Μπάρναρντ, η οποία επιμένει σε ένα σκληρό, διεισδυτικό σινεμά χαρακτήρων, σεναριακά μινιμαλιστικό μα υποδειγματικά ακριβές, σκηνοθετικά προσανατολισμένο στο καθημερινό ανθρώπινο δράμα και άμεσα δεμένο με την ανθρωπογεωγραφία που το (καθ)ορίζει.

Χρήστος Μήτσης

 

O πήχης ήταν ανεβασμένος για την Κλίο Μπάρναρντ. Μετά τον αλησμόνητο «Εγωιστή Γίγαντα» του 2014, που έχρισε αυτομάτως την Αγγλίδα σκηνοθέτη ως άξια διάδοχο του Κέν Λόουτς, αλλά και το απρόβλητο στη χώρα μας πειραματικό docudrama «The Arbor», το «Σκοτεινός Ποταμός», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, αναμενόταν με περισσό ενδιαφέρον ως η επιβεβαίωση της ικανότητάς της να δημιουργεί αφοπλιστικά ειλικρινή κι ανθρώπινα κοινωνικά δράματα για την εργατική τάξη και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στη χώρα της.

Κι όπως ακριβώς η προηγούμενη ταινία της ήταν μια ολότελα πρωτότυπη κι ευφάνταστη προσέγγιση του ομότιτλου παραμυθιού του Οσκαρ Γουάιλντ, έτσι και στον «Σκοτεινό Ποταμό» η Μπάρναρντ εμπνεύστηκε εκ νέου από μία λογοτεχνική πηγή, το μυθιστόρημα «Trespass» της Ρόουζ Τριμέιν, μετέφερε όμως τη δράση από τη Γαλλία στις πεδιάδες του Γιόρκσαιρ και απογύμνωσε τη δραματουργία στα απολύτως απαραίτητα. Κεντρική ηρωίδα είναι η Αλις, η οποία βιοπορίζεται εκτελώντας χειρωνακτικές εργασίες σε διάφορες φάρμες της αγγλικής υπαίθρου, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσει μετά την είδηση για το θάνατο του αποξενωμένου πατέρα της να επιστρέψει στη γενέτειρά της, δεκαπέντε χρόνια μετά την ξαφνική φυγή της. Εκεί θα βρει τη φάρμα στα πρόθυρα της διάλυσης και θα έρθει σε σύγκρουση με τον αδερφό της, ο οποίος όχι μόνο έχει παραδοθεί στον αλκοολισμό λόγω του πένθους και των οικονομικών προβλημάτων, αλλά την αντιμετωπίζει με εχθρότητα και απαξίωση, επειδή αρνήθηκε να γυρίσει για να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα τους. Το ενδιαφέρον της Αλις για τη φάρμα θα πυροδοτήσει την κόντρα ανάμεσα στα δύο αδέρφια, είναι όμως τα μυστικά του σκοτεινού παρελθόντος της οικογένειας αυτά που θα δυναμιτίσουν την ατμόσφαιρα και θα οδηγήσουν στη δραματική κορύφωση.

Η σκληρότητα της αγροτικής ζωής στην αγγλική ύπαιθρο αποτυπώνεται από το πρώτο πλάνο του κουρέματος των προβάτων με έναν ρεαλισμό άξιο της παράδοσης που η Μπάρναρντ συνεχίζει, ενώ υπάρχουν (αναμενόμενα) σκηνές που ενδεχομένως θα σοκάρουν τους πιο ευαίσθητους (ζωόφιλους) θεατές, είναι όμως η βία ενός παρελθόντος κακοποίησης, όπως αυτή υποδηλώνεται στο έντρομο βλέμμα της Αλις, η οποία αρνείται ακόμα και δεκαπέντε χρόνια μετά να επισκεφτεί το παιδικό της δωμάτιο, που προκαλεί το μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο.

Το αχανές, ισόπεδο κι ισοπεδωτικό τοπίο του Γιόρκσαϊρ αναδεικνύεται στο καινούργιο terrain, κυριολεκτικό και μεταφορικό, του ενδιαφέροντος των εκπροσώπων της νέας γενιάς του βρετανικού ρεαλισμού, αφού στις ίδιες τοποθεσίες γυρίστηκε το «Του Θεού η Χώρα» του Φράνσις Λι. Η αγριότητα του τοπίου σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ομορφιά του αποτυπώνονται κι εδώ μοναδικά από τον Βραζιλιάνο διευθυντή φωτογραφίας Αντριάνο Γκόλντμαν με πλάνα που αποφορτίζουν την ένταση με την εικαστική τους δύναμη, αλλά και τονίζουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης της αγγλικής επαρχίας, η αγροτική τάξη της οποίας έχει περιπέσει στην οικονομική εξαθλίωση και την εκμετάλλευση από τις μεγάλες εταιρείες.

Η Μπάρναρντ, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται τόσο για το κοινωνικό δράμα και την ευρύτερη πολιτική του διάσταση, την οποία απλώς υπονοεί, όσο για το αμιγώς ανθρώπινο κι ακολουθεί μια υπαινικτική διαδρομή στην αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού που ταλανίζει με ενοχές, φόβο και συσσωρευμένη οργή τα δύο αδέρφια. Η σεξουαλική κακοποίηση της Αλις από τον πατέρα της ποτέ δεν παρουσιάζεται άμεσα, ούτε ξεστομίζεται ρητά, κάνει όμως διαρκή την παρουσία του μέσα από συνεχή κι εμβόλιμα φλας μπακ, τα οποία οδηγούν στην οδυνηρή αλήθεια μόνο λίγο πριν το τέλος. Αναμφίβολα η Αγγλίδα σκηνοθέτης διαθέτει το ταλέντο και τη μαεστρία να χτίζει και να κορυφώνει μεθοδικά την ένταση, είναι όμως ακριβώς στο σημείο της έκρηξης που η ταινία χάνει τη δύναμή της, καθώς όχι μόνο δε διαθέτει την ακατέργαστη ορμή του «Εγωιστή Γίγαντα», αλλά μοιάζει με βολική και εύκολη λύση, μια αίσθηση που ενισχύεται από το λυρικό φινάλε.

Η δυναμική της πολυκύμαντης σχέσης των δύο αδερφών, ωστόσο, υπηρετείται υποδειγματικά από τους δύο πρωταγωνιστές, την Ρουθ Γουίλσον και τον Σον Στάνλεϊ. Αμφότεροι γνωστοί από τους τηλεοπτικούς τους ρόλους στα «The Affair» και «Game of Thrones» αντίστοιχα, καταφέρνουν εδώ να αποδώσουν το φόβο, την ενοχή και την οργή των χαρακτήρων που υποδύονται με δύο απολύτως ελεγχόμενες ερμηνείες, οι οποίες ποτέ δεν παραδίδονται στο συναισθηματικό εκβιασμό και την υπερβολή. Καθοριστικής σημασίας είναι και η ολιγόλεπτη, αλλά επιβλητική παρουσία του Σον Μπιν στο ρόλο του πατέρα, ο οποίος μέσα από τις εμβόλιμες σκηνές του τραυματικού παρελθόντος στοιχειώνει με μια αδιόρατη απειλή την ταινία.

Ο «Σκοτεινός Ποταμός» της Κλίο Μπάρναρντ δεν είναι ένας νέος «Εγωιστής Γίγαντας», δεν παύει, όμως, να είναι μια συνεπής και σε πολλά σημεία δυνατή ταινία που ανανεώνει το ενδιαφέρον και τις προσδοκίες μας για ακόμα σπουδαιότερα πράγματα από τη σκηνοθέτη στο μέλλον. Ενα μέλλον στο οποίο θέλουμε να πιστεύουμε πως η φετινή δημιουργία της θα αποτελεί μια ήσσονος, αλλά καίριας σημασίας προσθήκη σε μια εξαιρετική φιλμογραφία.

 

Τάσος Χατζηευφραιμίδης

 

Clio Barnard
Σκηνοθέτης και Σεναριογράφος. Φιλμογραφία: 2017 Σκοτεινός ποταμός, 2013 Ο εγωιστής γίγαντας, 2010 The Arbor (Documentary), 2006 Dark Glass (Short), 2003 Flood (Short), 2002 Random Acts of Intimacy (TV Short), 2000 Lambeth Marsh (Short documentary).